Ένας λύκος τριγυρνούσε μια νύχτα ολόκληρη, χωρίς να μπορέσει να βρει τίποτα για να φάει.
Έπεσε πάνω σ' ένα λαγό, αλλ' εκείνος πρόφτασε και χώθηκε μέσα στη φωλιά του και δεν ξαναβγήκε.
Ο λύκος θέλησε τότε να μπει σ' ένα μαντρί, για ν' αρπάξει κανένα πρόβατο, αλλά τον πήραν μυρωδιά δυο τσοπανόσκυλα και με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσε να τους ξεφύγει.
Είχε ξημερώσει πια κι ο λύκος αποφάσισε να γυρίσει στη φωλιά του νηστικός.
Καθώς όμως περνούσε έξω από μια φτωχική καλύβα, που βρισκότανε στην άκρη του δάσους, άκουσε ένα παιδί να κλαίει κι η γριά γιαγιά του, που είχε νευριάσει, το φοβέριζε:
– Αν δεν πάψεις να κλαις, θα σε δώσω στο λύκο να σε φάει.
Όταν ο λύκος τ' άκουσε αυτό, σταμάτησε αμέσως και περίμενε ν' ανοίξει η πόρτα της καλύβας και να βγει η γριά για να του δώσει το παιδί να το φάει.
Έγλειφε τα χείλη του και ξεροκατάπινε κι όλο κοιτούσε την πόρτα της καλύβας, που αργούσε ν' ανοίξει.
Στο τέλος, για να μην περιμένει όρθιος και κουράζεται, πήγε και ξάπλωσε μέσα σε κάτι θάμνα, έβαλε τη μουσούδα του ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια και κάρφωσε τα πεινασμένα μάτια του στην πόρτα της καλύβας.
Πέρασε όμως το πρωί, ήρθε το μεσημέρι, ο ήλιος βασίλεψε κι η πόρτα της καλύβας δεν άνοιγε.
Ο πεινασμένος λύκος δεν το κουνούσε από τη θέση του κι όλο ξερογλειφόταν.
Περίμενε πως, από στιγμή σε στιγμή, θ' άνοιγε η πόρτα της καλύβας, θα έβγαινε η γιαγιά και θα του έφερνε το μωρό που έκλαιγε, για να το φάει, όπως την είχε ακούσει να λέει.
Όπου, την ώρα που νύχτωνε, άκουσε μέσα από την καλύβα τη φωνή της γριάς να λέει όλο γλύκα:
– Κοιμήσου, παιδάκι μου, και μη φοβάσαι! Αν έρθει ο λύκος, εγώ θα τον σκοτώσω.
Ο λύκος σηκώθηκε απελπισμένος κι έφυγε μουρμουρίζοντας:
– Άλλα λένε κι άλλα κάνουν εκεί μέσα!