Ένας νέος κληρονόμησε από τον πατέρα του μεγάλη περιουσία.
Η περιουσία του ήτανε τόσο μεγάλη, ώστε σκέφτηκε πως δεν είχε καμιά ανάγκη να δουλεύει.
Ρίχτηκε λοιπόν στις διασκεδάσεις και ξόδευε ασυλλόγιστα τα χρήματα. Όσο μεγάλη όμως κι αν είναι μια περιουσία, όταν ξοδεύεται ασυλλόγιστα, τελειώνει κάποτε. Έτσι, μια μέρα, ο νέος είδε πως δεν του είχε απομείνει τίποτε άλλο, εκτός από τα ρούχα, που φορούσε.
Όπως καθότανε στενοχωρημένος, γιατί δεν έβρισκε χρήματα για να πάει να διασκεδάσει, όπως είχε κακοσυνηθίσει, είδε ένα χελιδόνι, που είχε έρθει πριν από τ' άλλα.
Μόλις το είδε, ο νέος ενθουσιάστηκε.
– Ευτυχώς, έφτασε πια το καλοκαίρι! είπε. Τώρα δεν μου χρειάζεται πια το πανωφόρι, γιατί θα κάνει ζέστη.
Κι έβγαλε αμέσως το πανωφόρι του, το πούλησε και, με τα χρήματα που πήρε, πήγε να διασκεδάσει. Αλλά, την άλλη μέρα, φύσηξε ένας άγριος χιονιάς κι ο νέος, που έτρεμε από το κρύο, γυρνούσε στους δρόμους ψάχνοντας να βρει κάπου να χωθεί για να ζεσταθεί.
Εκεί που περπατούσε στους δρόμους, είδε το χελιδόνι, που είχε έρθει πρώιμα, πεσμένο στο χώμα, πεθαμένο από το κρύο.
– Αχ, καημένο χελιδόνι, του είπε, εσύ κατάστρεψες εμένα και χάθηκες και συ!