Το Ελάφι με το ένα μάτι

Ένα ελάφι είχε χάσει το ένα του μάτι γιατί, μια μέρα, που το κυνηγούσαν κάτι κυνηγοί κι έτρεχε να τους ξεφύγει, ένα ξερόκλαδο μπήκε στο μάτι του κι έχασε το φως του.

Έβλεπε λοιπόν μόνο με το ένα του μάτι κι αυτό το δυσκόλευε πολύ, γιατί όταν στεκότανε για να βοσκήσει, έπρεπει να στρέφει διαρκώς το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, για να βλέπει μήπως το κυνηγούνε.

Μια μέρα, λοιπόν, καθώς κατέβαινε την πλαγιά του πυκνόφυτου βουνού, πρόσεξε πως τα δεντράκια κι η πρασινάδα έφταναν ως κάτω, στην ακρογιαλιά της θάλασσας.

«Εδώ θα μπορώ να βόσκω ήσυχα», σκέφτηκε το ελάφι.

Και, πραγματικά, άρχισε πια να βόσκει σ' εκείνο το μέρος, έχοντας στραμμένο το γερό του μάτι προς τη στεριά και το χαλασμένο προς τη θάλασσα, απ' όπου δεν φοβότανε κανένα κίνδυνο. Τώρα πια δεν ήταν αναγκασμένο να στρέφει διαρκώς το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, μια που ήξερε πως από τη στεριά κινδύνευε πάντοτε και, προς εκείνο το μέρος είχε στραμμένο το γερό του μάτι κι έτσι θα 'βλεπε αμέσως τον κίνδυνο, που θα το απειλούσε.

Αλλά τα πράγματα δεν έγιναν έτσι, όπως τα λογάριαζε το καημένο το ελάφι. Μια βάρκα, με κάτι κυνηγούς, που πήγαιναν σ' ένα κοντινό νησί, έτυχε να περνάει κοντά σ' εκείνη την ακρογιαλιά. Οι κυνηγοί είδανε το ελάφι, που έβοσκε αμέριμνο και το σαΐτεψαν.

Το δυστυχισμένο το αγρίμι σωριάστηκε, βαριά πληγωμένο, στο χώμα, και μουρμούρισε, καθώς ξεψυχούσε:

– Αλίμονο μου! Φυλαγόμουν από τη στεριά και την έπαθα από τη θάλασσα….

Загрузка...