Ο πληγωμένος Λύκος και το Πρόβατο

Μια νύχτα, ένας λύκος μπήκε σ' ένα μαντρί για ν' αρπάξει κανένα πρόβατο, αλλά τα δυο σκυλιά, που φύλαγαν το κοπάδι, τον κατάλαβαν και χύμηξαν απάνω του γαβγίζοντας.

Ώσπου ν' αφήσει το πρόβατο, που είχε αρπάξει, τα σκυλιά άρχισαν να τον δαγκώνουν με λύσσα, τόσο που του καταξέσχισαν τα πλευρά με τα δόντια τους.

Ωστόσο, ο λύκος κατόρθωσε να τους ξεφύγει, τρέχοντας προς το δάσος, και τα σκυλιά τον κυνήγησαν για πολλή ώρα, χωρίς όμως να μπορέσουν να τον φτάσουν, γιατί, μόλο που ήτανε καταπληγωμένος, ο φόβος του θανάτου έδινε φτερά στα πόδια του. Τέλος, τα σκυλιά, βλέποντας ότι δεν τον έφταναν, και για να μην αφήσουν τα πρόβατα αφύλαχτα, παράτησαν το κυνηγητό και γύρισαν στο μαντρί.

Ο λύκος έτρεξε λίγην ώρα ακόμα, ώσπου κατάλαβε ότι δεν τον κυνηγούσαν πια τα σκυλιά, και τότε, αποκαμωμένος από την κούραση, λαχανιάζοντας από το τρέξιμο, νιώθοντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν από το αίμα που είχε χάσει, σωριάστηκε καταγής.

Διψούσε τρομερά, γιατί τον έκαιγαν οι πληγές του, αλλά δεν μπορούσε να συρθεί ως το ποταμάκι, που έτρεχε λίγο πιο πέρα, κι απόμεινε όλη τη νύχτα πεσμένος στο χώμα και βογκώντας από τους πόνους.

Το πρωί, έτυχε να περάσει από κει ένα πρόβατο.

– Κάνε μου τη χάρη, αρνί μου, το παρακάλεσε ο πληγωμένος λύκος, να μου φέρεις νερό να πιω κι έπειτα εγώ βρίσκω να φάω…

– Ναι, του αποκρίθηκε το αρνί, άμα σου φέρω νερό να πιεις να ξεδιψάσεις, θα φας εμένα για να χορτάσεις!

Κι έφυγε τρέχοντας όσο μπορούσε πιο γρήγορα.

Загрузка...