Ένα φίδι ζούσε σε μιαν ακρογιαλιά, ανάμεσα στις πέτρες και στους θάμνους. Σ' εκείνη την ακρογιαλιά συνήθιζε να κάνει τον περίπατο του κι ένας κάβουρας, που είχε τη φωλιά του κάτω από μια μεγάλη πέτρα, μισοβυθισμένη στο νερό.
Ο κάβουρας, που ήταν από φυσικού του καλός, έπιασε φιλίες με το φίδι και συχνά το βοηθούσε, αν του παρουσιαζότανε καμιά ανάγκη.
Αλλά το φίδι, που ήταν από φυσικού του κακό και πονηρό, δεν φερνότανε τίμια στον κάβουρα. Όσο τον είχε ανάγκη, του έκανε το φίλο, κι όταν δεν τον είχε πια ανάγκη, προσπαθούσε πάντοτε να τον πειράξει, ή να τον βλάψει,
– Δεν κάνεις καλά που μου φέρνεσαι έτσι, το συμβούλευε ο κάβουρας. Ποτέ ο κακός κι ο πονηρός δεν πετυχαίνουν στη ζωή τους.
– Με παρεξηγείς, έλεγε το φίδι.
– Δεν σε παρεξηγώ καθόλου. Σε κατάλαβα από καιρό πόσο κακό και πονηρό είσαι, αλλά κάνω υπομονή, μήπως διορθωθείς.
Αλλά το φίδι δεν διορθωνότανε κι όλο πείραζε, ή προσπαθούσε να βλάψει τον κάβουρα, ώσπου κι εκείνος έχασε πια την υπομονή του και, μια μέρα που είχε κουλουριαστεί γύρω του για να τον πνίξει, ο κάβουρας το άρπαξε με τις δαγκάνες του από το λαιμό και το 'πνιξε.
Το φίδι σπάραξε λίγο κι έπειτα έμεινε ακίνητο, ολόισιο, σαν βέργα. Ο κάβουρας το κοίταξε για λίγο, κουνώντας το κεφάλι του κι έπειτα είπε:
– Δεν σ' ωφελεί σε τίποτα να μένεις τώρα ολόισιο! Έπρεπε να είσαι ίσιο όσο ζούσες και να μην κάνεις πονηριές και κακίες. Αν δεν σου άρεσε να κουλουριάζεσαι γύρω από τους φίλους σου, για να τους πνίξεις, τώρα θα ζούσες ακόμα.
Αλλ' ήταν αργά για να διορθώσει τον διεστραμμένο χαρακτήρα του το φίδι.