Η Αλεπού κι ο Ξυλοκόπος

Μια αλεπού είχε ξεμακρύνει από τη φωλιά της ένα πρωί και βρέθηκε σ' ένα μέρος του δάσους, όπου τα δέντρα ήταν αραιά γιατί, εκεί κοντά, καθόταν ένας ξυλοκόπος που δουλειά του ήταν να κόβει δέντρα και να τα πουλάει.

Η αλεπού κοιτούσε γύρω της, ν' ανακαλύψει κανένα κοτέτσι, για να πάει τη νύχτα να το ρημάξει. Αλλά δεν έβλεπε τίποτα, γιατί εκεί κοντά δεν ήτανε κανένα χωριό.

Στενοχωρεμένη για την ατυχία της, σκέφτηκε να γυρίσει μέσα στο πυκνό δάσος, με την ελπίδα πως θα 'πιανε κανένα πουλί.

Αλλά, καθώς ετοιμαζότανε να μπει στο δάσος, άκουσε μια ντουφεκιά και τινάχτηκε τρομαγμένη, στυλώνοντας τ' αυτιά της. Σε λίγο, μέσα από τα δέντρα του δάσους είδε να 'ρχονται δυο κυνηγοί, με τα τουφέκια τους στα χέρια.

Να μπει μέσα στο δάσος και να κρυφτεί σε τίποτα πυκνούς θάμνους, δεν θα πρόφταινε, γιατί θα την έβλεπαν οι κυνηγοί και θα την τουφεκούσαν.

Ν' απομακρυνθεί από το δάσος, δεν τολμούσε, γιατί ήτανε χειμώνας, κι όλα τα χωράφια γύρω ήταν γυμνά κι οι κυνηγοί θα την έβλεπαν και θα της έριχναν με τα τουφέκια τους.

Στριφογυρνούσε σαν τρελή, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά για ένα καταφύγιο και, τέλος, αποφάσισε να πάει στο λοτόμο, που στεκόταν έξω από την καλύβα του και πελεκούσε ένα δέντρο.

– Καλημέρα, κύριε άνθρωπε, του είπε λαχανιασμένη.

– Καλημέρα, κυρά αλεπού, της αποκρίθηκε εκείνος. Πώς από δω;

– Εγώ δεν σε πείραξα ποτέ μου ως τώρα, κύριε άνθρωπε….

– Μα δεν έχω κότες στην καλύβα μου, για να μου τις αρπάξεις.

– Κι αν είχες κότες, πάλι δεν θα σου τις πείραζα, γιατί είμαστε γείτονες και θέλω να τα 'χω καλά με τους γείτονές μου.

– Είσαι έξυπνη, κυρά αλεπού.

– Τώρα θα μου κάνεις μια χάρη, κύριε άνθρωπε;

– Τι χάρη θέλεις να σου κάνω, κυρά αλεπού;

– Να μ' αφήσεις να κρυφτώ μέσα στην καλύβα σου.

– Και γιατί;

– Είδα κάτι κυνηγούς και φοβάμαι μη με σκοτώσουν.

– Τότε κρύψου, κυρά αλεπού, μια που είσαι καλή γειτόνισσα και δεν μου τρως τις κότες που δεν έχω.

– Κάνε μου κι άλλη μια χάρη, κύριε άνθρωπε.

– Τι χάρη;

– Αν έρθουν οι κυνηγοί και σε ρωτήσουν, μην τους πεις πού είμαι κρυμμένη.

– Έννοια σου και δεν θα τους το πω, της υποσχέθηκε αυτός.

Η αλεπού έτρεξε μέσα στην καλύβα να κρυφτεί κι ο ξυλοκόπος εξακολούθησε τη δουλειά του.

Σε λίγο, ήρθαν κοντά του οι δυο κυνηγοί.

– Καλημέρα, του είπαν. Μήπως είδες πού κρύφτηκε μια αλεπού, που κυνηγάμε; τον ρώτησαν.

– Όχι, δεν την είδα, αποκρίθηκε φωναχτά ο ξυλοκόπος, για να τον ακούσει η αλεπού.

Αλλά, με το δάχτυλο του, έδειξε την καλύβα, για να δώσει στους κυνηγούς να καταλάβουν πού ήτανε κρυμμένη. Εκείνοι, όμως, δεν το πρόσεξαν κι εξακολούθησαν το δρόμο τους.

Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά, η αλεπού βγήκε από την καλύβα κι έκανε να φύγει, χωρίς να πει τίποτα.

– Πού πας; την ρώτησε ο ξυλοκόπος. Δε θα μου πεις ούτε ένα ευχαριστώ που δεν σε πρόδωσα;

– Θα σου 'λεγα ευχαριστώ, του αποκρίθηκε η αλεπού, αν έκανε και το χέρι σου, ό,τι έκανε το στόμα σου.

Загрузка...