Ένας μυλωνάς είχε μια γίδα κι ένα γάιδαρο. Τη γίδα την είχε για να του δίνει το γάλα της. Το γάιδαρο τον είχε για όλες τις δουλειές. Όταν δεν φυσούσε άνεμος και τα φτερά του μύλου έμεναν ακίνητα, ο μυλωνάς έζεβε το γάιδαρο για να γυρίσει τις μυλόπετρες. Κι όταν πάλι άλεθε τα στάρια και τα καλαμπόκια, τον φόρτωνε με σακιά αλεύρι και τον έβαζε να τα κουβαλάει στο χωριό.
Ο γάιδαρος δούλευε πολύ και γι' αυτό ο μυλωνάς τον τάιζε καλά. Πάντοτε, στο παχνί του, υπήρχε άφθονο κριθάρι και σανός.
Τη γίδα δεν την περιποιόταν όσο το γάιδαρο, όχι μόνο γιατί δεν κουραζόταν, όσο εκείνος, αλλά και γιατί πίστευε πως μια κι ήταν όλη την ημέρα ελεύθερη και μπορούσε να τριγυρνάει όπου ήθελε, θα 'βρισκε πάντοτε κάτι να βοσκήσει.
Αλλ' η γίδα έβρισκε πως ο μυλωνάς την αδικούσε και ζήλευε το γάιδαρο, που το παχνί του, ήτανε πάντοτε γεμάτο μ' εκλεκτή τροφή.
Τον ζήλευε κι ήθελε να του κάνει κακό, αλλά δεν τολμούσε να τον χτυπήσει με τα κέρατά της, γιατί ο γάιδαρος ήτανε πολύ πιο μεγαλόσωμος και πολύ πιο δυνατός απ' αυτήν.
Άρχισε λοιπόν να τον καλοπιάνει και να προσποιείται ότι τον συμπονούσε.
– Δουλεύεις πολύ, καημένε! του έλεγε.
– Αχ, τσακίζομαι όλη την ημέρα, γκάριζε ο γάιδαρος, γιατί αλλιώς δεν μπορούσε ν' αναστενάξει.
Του το 'λεγε κάθε μέρα, ώσπου τον κατάφερε να πιστέψει πως ενδιαφερότανε πραγματικά γι' αυτόν.
Ένα βράδυ του λέει:
– Σκέφτηκα κάτι.
– Τι; ρώτησε ο απονήρευτος γάιδαρος.
– Θέλεις να μη δουλέψεις αύριο;
– Πώς γίνεται ένα τέτοιο πράγμα;
– Δεν είναι τόσο δύσκολο, όσο νομίζεις. Θα κάνεις τον άρρωστο.
– Πώς να κάνω τον άρρωστο, αφού δεν είμαι;
– Δεν χρειάζεται να είσαι άρρωστος. Όταν θα σε φορτώσει ο μυλωνάς και θα ξεκινήσει για το χωριό, την ώρα που θα περνάς απάνω στο ξύλινο γεφυράκι, πέσε κάτω και άρχισε να κλοτσάς. Ο μυλωνάς θα νομίσει πως είσαι άρρωστος, πως σ' έπιασε σεληνιασμός και τότε θα σ' αφήσει να ησυχάσεις, ώσπου να σου περάσει η αρρώστια σου.
– Ωραία το σκέφτηκες, γκάριξε χαρούμενος ο απονήρευτος γάιδαρος. Αύριο θα κάνω όπως με συμβούλεψες.
Πραγματικά, την άλλη μέρα, ο μυλωνάς φόρτωσε το γάιδαρο με τέσσερα σακιά αλεύρι και ξεκίνησε να τα πάει στο χωριό.
Καθώς όμως περνούσαν πάνω από το ξύλινο γεφυράκι, ο γάιδαρος έκανε πως γλίστρησε, έπεσε κάτω κι άρχισε να κλοτσάει. Με τις κλοτσιές του όμως έσπασε το γεφυράκι κι ο δυστυχισμένος ο γάιδαρος έπεσε στο ρέμα, που κυλούσε από κάτω, και δεν μπόρεσε ούτε να σηκωθεί, ούτε να ξανακλοτσήσει, γιατί έσπασε τα πλευρά του.
Ο μυλωνάς τρομοκρατήθηκε κι έτρεξε να φέρει από το χωριό κάποιον που ήξερε να γιατρεύει τα ζώα.
Εκείνος είδε το γάιδαρο, πασπάτεψε τα πλευρά του, κατάλαβε πως ήταν σπασμένα κι είπε στο μυλωνά:
– Ο γάιδαρος σου, για να γίνει καλά, πρέπει να ποτιστεί με ζωμό από πλεμόνι γίδας.
Ο μυλωνάς, για να μη χάσει το γάιδαρο, που του ήτανε πολύτιμος, αποφάσισε να θυσιάσει τη γίδα του. Την έσφαξε λοιπόν, έβρασε τα πλεμόνια της και πότισε με το ζουμί τους το γάιδαρο.
Κι έτσι την έπαθε η δολερή γίδα: ήθελε να κάνει κακό στον απονήρευτο γάιδαρο κι έχασε τη ζωή της.