Κάποτε, ένας σκύλος οσμίστηκε αχνάρια λιονταριού κι άρχισε να τα παρακολουθεί.
Το λιοντάρι είχε φάει ένα βόδι, που το βρήκε στο χωράφι, κι αφού χόρτασε την πείνα του, τράβηξε για το πυκνό δάσος, όπου είχε τη φωλιά του, μέσα σε κάποια σπηλιά.
Ο σκύλος είχε βρει το σκελετό του βοδιού, οσμίστηκε τ' αχνάρια του λιονταριού και τ' ακολούθησε, αποφασισμένος να το κυνηγήσει.
Πέρασε έτσι, με τη μουσούδα του κολλητή στο χώμα, το χωράφι, μπήκε στο δάσος, κι από θάμνο σε θάμνο κι από πέτρα σε πέτρα, παρακολουθούσε εκείνα τα ίχνη, γαβγίζοντας κάθε τόσο.
Κι ήταν τόσο πολύ αφοσιωμένος σ' αυτή την ιχνηλασία, ώστε δεν έδωσε καμιά σημασία στην αλεπού, που την αντάμωσε στο δρόμο του.
Η αλεπού, όταν τον είδε, φοβήθηκε κι ετοιμάστηκε να το βάλει στα πόδια, αλλά τον είδε απασχολημένο με τ' αχνάρια του λιονταριού και στάθηκε.
– Τι κάνεις εκεί; τον ρώτησε περίεργη.
– Παρακολουθώ τ' αχνάρια ενός λιονταριού, της εξήγησε ο σκύλος, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του.
– Ώστε κυνηγάς λιοντάρια τώρα;
– Γιατί όχι; αποκρίθηκε καυχησιάρικα ο σκύλος
Εκείνη τη στιγμή όμως ακούστηκε ο βροντερός βρυχηθμός του λιονταριού κι ο σκύλος το 'βαλε αμέσως στα πόδια.
– Πού πας, παλιόσκυλο; του φώναξε η αλεπού. Εσύ έλεγες πως κυνηγούσες το λιοντάρι, και τώρα δεν στέκεσαι ν' ακούσεις ούτε το βρυχηθμό του;