Το Μερμήγκι και το Περιστέρι

Ήτανε καλοκαίρι, έκανε τρομερή ζέστη κι ένα μερμήγκι, που είχε κουραστεί, κουβαλώντας από το πρωί σπειριά σταριού και κριθαριού στη φωλιά του, δίψασε και κατέβηκε, σιγά – σιγά, στην όχθη ενός ρυακιού για να πιει νερό.

Καθώς έσκυβε όμως, γλίστρησε κι έπεσε μέσα στο νερό. Το καημένο το μερμήγκι, που δεν ήξερε να κολυμπάει, πάλευε σαν τρελό, προσπαθώντας να ξαναβγεί στην όχθη, αλλά δεν τα κατάφερνε και κινδύνευε να πνιγεί.

Ένα περιστέρι, που καθότανε σε μιαν αγριελιά στην όχθη του ρυακιού, είδε το μερμήγκι που κόντευε να πνιγεί και το λυπήθηκε.

Έκοψε λοιπόν με το ράμφος του ένα κλαδάκι αγριελιάς και τ' άφησε να πέσει μέσα στο ρυάκι. Το μερμήγκι σκαρφάλωσε πάνω στο κλαδί, κι από κει μπόρεσε να φτάσει στην όχθη και να ξαναγυρίσει στη φωλιά του.

Αλλά δεν ξέχασε την καλοσύνη που του είχε κάνει το περιστέρι.

Μια μέρα, ένας πουλολόγος βγήκε σ' εκείνο το μέρος, είδε το περιστέρι που κάθισε στην αγριελιά και θέλησε να το πιάσει.

Έστησε λοιπόν τις βέργες του και περίμενε.

Αλλά το μερμήγκι τον είδε και, σκαρφαλώνοντας στο πόδι του, τον δάγκωσε τόσο δυνατά, που ο πουλολόγος τινάχτηκε απάνω, ξεφωνίζοντας από τον πόνο του.

Ακούγοντάς τον, το περιστέρι τρόμαξε και πέταξε μακριά.

Κι ο πουλολόγος πάλι, βλέποντας ότι είχε φύγει το περιστέρι, μάζεψε τις ξόβεργές του και πήγε να τις στήσει αλλού.

Κι έτσι το μερμήγκι μπόρεσε να ξεπληρώσει την καλοσύνη, που του είχε κάνει το περιστέρι.

Загрузка...