Ένας γεωργός είχε τέσσερις γιους. Αλλ' όσο αυτός ήτανε δουλευτάρης και περιποιότανε τα χτήματά του, τόσο εκείνοι βαριόντουσαν τη δουλειά κι ό,τι αναλάβαιναν το άφηναν στη μέση.
Ο πατέρας τους στενοχωριότανε μ' αυτή την κατάσταση, γιατί ήτανε γέρος πια κι ήξερε πως, όταν αυτός θα πέθαινε, τα παιδιά του θα παρατούσαν τα χτήματα, που θα ρήμαζαν.
Του κάκου τους έλεγε πως έπρεπε να δουλεύουν, γιατί αλλιώς θα καταντούσαν ζητιάνοι. Οι συμβουλές του πήγαιναν χαμένες.
Κάποτε, ο γεωργός αρρώστησε και κατάλαβε πως θα πέθαινε.
Κάλεσε τότε πλάι στο κρεβάτι του τους τέσσερις γιους του και τους είπε:
– Παιδιά μου, προτού κλείσω τα μάτια μου, θα σας πω κάτι, που σας το 'κρυβα ως τώρα. Επειδή δούλεψα πολύ στη ζωή μου, κέρδισα πολλά χρήματα. Είναι θησαυρός ολόκληρος. Για να μη μπούνε κλέφτες καμιά νύχτα στο σπίτι μας και μου τον κλέψουν, έβαλα το θησαυρό μέσα σ' ένα λαγήνι και το 'θαψα στο μεγάλο αμπέλι μας.
– Πού; ρώτησαν περίεργοι οι γιοι του.
– Δεν θυμάμαι, παιδιά μου. Είναι χρόνια τώρα… Σκάψτε γύρω απ' όλες τις ρίζες και κάπου θα βρείτε το λαγήνι με το θησαυρό.
Μόλις πέθανε ο πατέρας τους, οι τέσσερις γιοι πήγανε στο μεγάλο αμπέλι τους κι άρχισαν να σκάβουν γύρω γύρω απ' τις ρίζες των κλημάτων. Πουθενά όμως δεν βρήκαν κανένα λαγήνι με θησαυρό.
Αλλά, με το σκάψιμο εκείνο, τα κλήματα φούντωσαν και τα σταφύλια έγιναν τόσο άφθονα εκείνο το χρόνο, ώστε τα παιδιά του γεωργού πήραν πολλά χρήματα. Και τότε κατάλαβαν για ποιο θησαυρό τους είχε μιλήσει ο πατέρας τους.
Από τότε, ρίχτηκαν στη δουλειά, γιατί ήξεραν πια ότι αυτή είναι ο πιο σίγουρος θησαυρός.