Το Λιοντάρι, ο Προμηθέας κι ο Ελέφαντας

Μια μέρα, το λιοντάρι παρουσιάστηκε στον Προμηθέα.

– Έχω πολλά παράπονα! του είπε.

– Με ποιον τα 'χεις;

– Με σένα που μ' έπλασες.

Ο Προμηθέας παραξενεύτηκε.

– Μ' εμένα έχεις παράπονα; ρώτησε. Μήπως δεν σ' έπλασα ένα αγρίμι μεγάλο κι όμορφο;

– Ναι, παραδέχτηκε το λιοντάρι.

– Μήπως δεν σου έδωσα δόντια δυνατά, που μπορείς να συντρίψεις μ' αυτά και τα πιο χοντρά κόκαλα;

– Μου τα 'δωσες.

– Δεν σου έδωσα πόδια δυνατά και γρήγορα;

– Μου έδωσες.

– Δεν σου έδωσα νύχια δυνατά και κοφτερά;

– Κι αυτά μου τα 'δωσες, παραδέχτηκε το λιοντάρι.

– Τότε γιατί παραπονιέσαι μ' εμένα; απόρησε ο Προμηθέας.

– Παραπονιέμαι γιατί, ενώ είμαι μεγάλο, όμορφο και δυνατό θηρίο, φοβάμαι τον πετεινό, του εξήγησε το λιοντάρι.

– Τότε με τον εαυτό σου να τα βάζεις κι όχι μ' εμένα. Η ψυχή η δική σου φοβάται τον πετεινό κι εγώ δεν έπλασα την ψυχή σου.

Το λιοντάρι κατέβασε το δυνατό του κεφάλι, γιατί δεν είχε τι να πει στον Προμηθέα, μια που εκείνος δεν είχε πλάσει την ψυχή του και μια που η ψυχή του έφταιγε, που φοβότανε τον πετεινό. Γύρισε λοιπόν στενοχωρημένο στο άγριο δάσος, όπου ζούσε και μερόνυχτα ολόκληρα βασανιζότανε μ' αυτή τη σκέψη: γιατί φοβότανε τον πετεινό; Πώς θα 'κανε για να κατανικήσει εκείνο τον παράξενο φόβο του; Κι επειδή δεν έβρισκε καμιά λύση, αποφάσισε ν' αυτοκτονήσει.

Την ώρα λοιπόν, που πήγαινε ν' αυτοκτονήσει, αντάμωσε στο δρόμο του έναν πελώριο ελέφαντα, που κουνούσε διαρκώς τα τεράστια αυτιά του.

– Πες μου, τον ρώτησε περίεργο το λιοντάρι, γιατί κουνάς διαρκώς τ' αυτιά σου; Δεν κουράζεσαι;

– Κουράζομαι, αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς, του ομολόγησε ο ελέφαντας. Φοβάμαι το κουνούπι! Αυτό το μικροσκοπικό έντομο, που βουίζει διαρκώς, με κάνει και τρελαίνομαι από το φόβο μου, κι αλίμονο μου αν χωθεί μέσα, βαθιά στ' αυτί μου.

Το λιοντάρι, ακούγοντας εκείνα τα λόγια του ελέφαντα γύρισε πίσω στη σπηλιά του.

«Τι ανόητο που ήμουν», έλεγε μέσα του, «να πηγαίνω ν' αυτοκτονήσω, γιατί φοβάμαι τον πετεινό. Εγώ είμαι πιο δυνατό κι από τον ελέφαντα ακόμη, μια που εγώ τουλάχιστον φοβάμαι τον πετεινό, ενώ εκείνος φοβάται το κουνούπι!»

Κι αποφάσισε να ζήσει, έστω κι αν φοβότανε τον πετεινό. Είχε πάρει βλέπετε, θάρρος, μια που είδε πως υπήρχε και χειρότερος φόβος από το δικό του.

Загрузка...