Ένας χωρικός είχε δυο κόρες και τις πάντρεψε την ίδια μέρα και τις δυο. Η μια πήρε άντρα της έναν περιβολάρη κι η άλλη έναν κεραμιδά.
Πέρασαν μερικοί μήνες και, μια μέρα, που δεν είχε δουλειά, είπε στη γυναίκα του ο χωρικός:
– Πεθύμησα τις κόρες μας και πάω να δω πώς περνάνε με τους άντρες τους.
Πήγε πρώτα σ' εκείνην, που είχε πάρει άντρα της τον περιβολάρη.
– Πώς τα περνάς, κόρη μου; την ρώτησε.
– Πολύ καλά, πατέρα μου. Φτάνει μόνο να χαλάσει ο καιρός και να πιάσουν βροχές, να ποτιστούνε τα περιβόλια μας και τότε θα είμαστε πιο καλά.
Φεύγοντας από κει, ο χωρικός πήγε να βρει την άλλη του κόρη, που είχε παντρευτεί τον κεραμιδά.
– Πώς τα περνάς, κόρη μου; την ρώτησε.
– Πολύ καλά, πατέρα μου. Φτάνει μόνο να μη χαλάσει ο καιρός και πιάσουν οι βροχές, γιατί τότε θα καταστραφούνε τα κεραμίδια που απλώσαμε για να στεγνώσουν.
Ο χωρικός κούνησε τότε το κεφάλι του και της είπε:
– Εσύ ζητάς να μην πιάσουν οι βροχές κι η αδερφή σου ζητάει να πιάσουν οι βροχές. Εγώ τώρα, τι να ζητήσω;
Πραγματικά, ο καημένος ο χωρικός βρισκότανε σε δύσκολη θέση, γιατί οι γαμπροί του είχαν δουλειές ανόμοιες κι εκείνο που έκανε καλό στον ένα, έφερνε τη δυστυχία στον άλλον.