Ένα ελάφι βοσκούσε στο λόγγο μιαμέρα, όταν ξαφνικά, βρέθηκαν μπροστά του, κυνηγοί. Το ελάφι, μ' ένα πήδημα πέρασε ένα στενό ποταμάκι, που έκοβε στα δυο το λόγγο και βρέθηκε στην αντικρινή όχθη.
Οι κυνηγοί όμως, έτρεξαν λίγο πιο κάτω, όπου το ποταμάκι στένευε πολύ, και πήδησαν κι αυτοί στην αντικρινή του όχθη κι εξακολούθησαν να κυνηγούνε το ελάφι.
Εκείνο, όμως, για να τους ξεφύγει, δεν έτρεξε μέσα στο λόγγο, αλλ' άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά του βουνού. Γιατί, στο λόγγο μέσα, η βλάστηση ήταν πυκνή, τα κλαδιά των δέντρων του έκοβαν το δρόμο, κι άν μπερδεύονταν σ' αυτά τα κέρατά του, ήτανε χαμένο.
Τράβηξε λοιπόν προς την πλαγιά, κι εκεί βρέθηκε μπροστά σ' ένα πυκνόφυλλο αμπέλι, που τα κλήματά του ήταν στηριγμένα σε παλούκια κι ανέβαιναν ψηλά. Εκεί μέσα κρύφτηκε το ελάφι, για να μην το βρουν οι κυνηγοί.
Ακουμπούσε το κορμί του πλάι σ' ένα χοντρό κλήμα και, καθώς στεκόταν εκεί, πρόσεξε πόσο πράσινα και πόσο τρυφερά ήταν τα κληματόφυλλα. Δοκίμασε ένα και το βρήκε πολύ νόστιμο.
– Μη μου τρως τα φύλλα μου, το παρακάλεσε το κλήμα. Εγώ μ' αυτά ανασαίνω.
Αλλά το ελάφι, που είχε νοστιμευτεί, δεν έδωσε σημασία σ' εκείνα τα λόγια κι άρχισε να τρώει τα κληματόφυλλα, με τόση όρεξη, ώστε το κλήμα κουνιόταν, καθώς το τραβούσε με τα δόντια του.
Οι κυνηγοί, που είχανε χάσει το ελάφι, βλέποντας το κλήμα να κουνιέται με τέτοιαν ορμή, κατάλαβαν πως είχε κρυφτεί μέσα στ' αμπέλι, κι έριξαν μερικές σαΐτες. Μια απ' αυτές, βρήκε κατάστηθα το ελάφι, που σωριάστηκε στο χώμα και μουρμούρισε, πεθαίνοντας:
– Καλά να τα πάθω, αφού δεν σεβάστηκα τον ευεργέτη μου, που θα μου έσωζε τη ζωή.