Μια φορά, ένα λιοντάρι και μια αρκούδα, που κυνηγούσαν μέσα στο δάσος, έπεσαν απάνω σ' ένα ελαφάκι την ίδια στιγμή.
Το ελαφάκι, πληγωμένο από τα νύχια του λιονταριού και της αρκούδας, σωριάστηκε στο χώμα. Τα δυο αγρίμια στάθηκαν τότε αντιμέτωπα κι αγριοκοιτάζονταν.
– Δικό μου είναι το ελαφάκι! Εγώ θα το φάω! βρυχήθηκε το λιοντάρι.
– Κάνεις λάθος! Είναι δικό μου! μούγκρισε η αρκούδα.
– Εγώ το χτύπησα με τα νύχια μου! ισχυρίστηκε το λιοντάρι.
– Τα δικά μου τα νύχια το πλήγωσαν! φώναξε η αρκούδα.
Κι επειδή δεν υπήρχε τρόπος να μονοιάσουν και κανένας τους δεν υποχωρούσε, ούτε δέχονταν να μοιραστούνε το ελαφάκι, τα δυο θεριά άρχισαν να παλεύουν.
Το λιοντάρι χυμούσε, προσπαθώντας να πηδήσει πάνω στο λαιμό της αρκούδας για να της τον κόψει με τα δόντια του, αλλ' εκείνη το αγκάλιαζε με τα σιδερένια της μπροστινά πόδια και τ' ατσάλινα νύχια της χώνονταν στα πλευρά του.
Καμιά φορά, το λιοντάρι πρόφταινε να την χτυπήσει με το πόδι του και τότε της έκοβε ολόκληρη λουρίδα από την πλάτη, αλλά πάλι το άρπαζε η αρκούδα και το 'γδερνε.
Στο τέλος, τα δυο θεριά σωριάστηκαν στο χώμα αγκομαχώντας.
Εκείνη τη στιγμή, πέρασε μια αλεπού και, βλέποντας ότι ήταν ανίκανα να κινηθούν, άρπαξε το πληγωμένο ελαφάκι κι έτρεξε να το πάει στη φωλιά της, για να το φάει με τ' αλεπουδάκια της.
– Είμαστε για κλάματα! μουρμούρισε αναστενάζοντας η αρκούδα. Τόσην ώρα πολεμούσαμε, για να φάει το ελαφάκι μια αλεπού!