Ο Ληστής και η Μουριά

Ήτανε μια φορά, στα παλιά τα χρόνια, ένας ληστής, που τον έτρεμε όλος ο κόσμος. Στο δάσος, όπου είχε το λημέρι του, δεν τολμούσε να περάσει άνθρωπος, γιατί ο ληστής έπεφτε απάνω του, τον σκότωνε και του έπαιρνε ό,τι είχε.

Η φήμη του είχε απλωθεί σ' όλα τα γύρω μέρη, κι έτσι, σιγά – σιγά, όλοι οι άνθρωποι είχανε μάθει πια πως μέσα σ' εκείνο το δάσος κρυβόταν ένας αιμοβόρος ληστής και κανένας πια δεν περνούσε από κει. Προτιμούσαν να κάνουν μεγαλύτερο δρόμο, παρά να περάσουν μέσα από το επικίνδυνο δάσος.

Όταν πια κανένας ταξιδιώτης, ντόπιος ή ξένος, δεν περνούσε μέσα από το δάσος, ο ληστής δεν έβρισκε άνθρωπο να ληστέψει και, μέσα στην απελπισία του, αποφάσισε να βγει στη δημοσιά και να παραφυλάει για να ληστέψει τους διαβάτες.

Μια μέρα λοιπόν, που παραφύλαγε στο δρόμο, είδε από μακριά να 'ρχεται ένας άνθρωπος που, από τη φορεσιά του, φαινόταν πολύ πλούσιος.

– Αυτός θα 'χει πολλά χρήματα απάνω του! μουρμούρισε ο ληστής.

Και, μόλις ο άνθρωπος εκείνος πλησίασε κοντά του, ο ληστής πήδησε απάνω του, τον σκότωσε κι ετοιμάστηκε να τον ληστέψει.

Αλλά δεν πρόφτασε, γιατί, λίγο πιο πάνω από τον άγνωστο, έρχονταν κι άλλοι άνθρωποι. Κι έτσι ο ληστής αναγκάστηκε να το βάλει στα πόδια, βουτηγμένος στο αιμα του δύστυχου εκείνου.

Όταν οι άλλοι άνθρωποι πήγαν κοντά κι είδαν το σκοτωμένο, κατάλαβαν πως ο φονιάς του θα ήταν εκείνος που έτρεχε, μακριά, στην άλλη άκρη του δρόμου.

Άρχισαν λοιπόν να τον κυνηγούνε, φωνάζοντας:

– Πιάστε το φονιά! Πιάστε το φονιά!

Στο μεταξύ, από τα διπλανά δρομάκια, ακούγοντας εκείνες τις φωνές, έτρεχαν κι άλλοι άνθρωποι.

Ο κακούργος, βλέποντας ότι κινδύνευε να πιαστεί, άρχισε κι αυτός να φωνάζει, καθώς έτρεχε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε:

– Πιάστε το φονιά! Πιάστε το φονιά!

Ένας – δυο που ήταν πολύ κοντά του, τον ρώτησαν:

– Τι συμβαίνει;

– Κάποιος σκότωσε έναν άνθρωπο και τώρα τον κυνηγούμε, αποκρίθηκε ο φονιάς.

– Και συ γιατί είσαι καταματωμένος;

– Δεν είναι αίματα, αυτά που βλέπετε απάνω μου, τους εξήγησε ο κακούργος. Είχα ανέβει σε μια μάντρα κι έτρωγα μούρα και το ζουμί τους μου έβαψε τα ρούχα και τα χέρια.

Αυτοί τον πίστεψαν και θα τον άφηναν να φύγει, αλλ' εκείνη τη στιγμή έφτασαν κι οι άλλοι, που τον κυνηγούσαν, κι έπεσαν απάνω του.

– Αυτός είναι ο φονιάς! φώναξαν.

Ο κακούργος έτρεμε από το φόβο του, αλλά δεν μπορούσε πια να ξεφύγει, γιατί είκοσι άνθρωποι τουλάχιστον είχανε πέσει απάνω του και τον κρατούσαν γερά.

– Θάνατος στο φονιά! φώναζαν.

Κάποιος πρότεινε να τον καρφώσουν σ' ένα δέντρο κι εκεί να τον αφήσουν να πεθάνει από την εξάντληση.

Δίπλα στο δρόμο, ήτανε μια μεγάλη μουριά και, στον κορμό της, κάρφωσαν τον κακούργο κι έφυγαν.

Η μουριά όμως είχε ακούσει τι έλεγε πριν λίγο ο φονιάς, κι όταν οι άλλοι έφυγαν, έγειρε τα κλαδιά της και του είπε:

– Χαίρομαι που βοηθάω για να πεθάνεις, επειδή έχυσες αίμα κι ήθελες να το ρίξεις απάνω μου!

Загрузка...