Ο Βοσκός που αστειευόταν

Ένας βοσκός είχε λίγα δικά του πρόβατα, αλλά έπαιρνε και τα πρόβατα των άλλων συχωριανών του και τα βοσκούσε όλα μαζί, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του.

Τα 'παιρνε κάθε βράδυ, και τα πήγαινε στην πλαγιά του αντικρινού βουνού, όπου το χωράφι ήταν παχύ και τα πρόβατα έβρισκαν να φάνε όσο ήθελαν. Καθόταν εκεί όλη τη νύχτα και τα φύλαγε κι έπειτα, όταν έβγαινε ο ήλιος τα ξαναπήγαινε στο χωριό και τα 'κλεινε μέσα στο μαντρί για να ησυχάσουν.

Η δουλειά όμως που έκανε δεν του άρεσε. Όχι πως ήτανε κου-ραστική, γιατί, τις περισσότερες ώρες, καθότανε στη ρίζα κανενός δέντρου και έπαιζε τη φλογέρα του. Αλλ' από την πλαγιά του βουνού, όπου βρισκόταν, έβλεπε τα σπίτια του χωριού, βυθισμένα στο σκοτάδι με τα πορτοπαράθυρα κλειστά και σκεφτόταν πως, εκείνη την ώρα, οι συχωριανοί του κοιμόντουσαν ήσυχοι, κι αυτό τον έκανε να ζηλεύει. Γιατί, την ήμέρα, που πήγαινε αυτός στο χωριό, δεν μπορούσε να κοιμηθεί τόσο ήσυχα, όσο θα κοιμόταν αν ήταν νύχτα. Ούτε πάλι μπορούσε να κοιμηθεί τη νύχτα, στο λιβάδι, γιατί φοβόταν μην πέσουν λύκοι στο κοπάδι και του το ρημάξουν.

Μια νύχτα, λοιπόν, εκεί που καθόταν και κοιτούσε από μακριά το χωριό, είπε μέσα του:

«Δεν είναι άδικο αυτοί να κοιμούνται κι εγώ να ξαγρυπνώ; Ας ξαγρυπνήσουν κι αυτοί μια βραδιά να δω πώς θα τους φανεί…».

Σηκώθηκε τότε απάνω κι άρχισε να φωνάζει όσο μπορούσε πιο δυνατά:

– Λύκοι! Λύκοι! Τρεχάτε, χωριανοί!…

Οι χωρικοί ξύπνησαν τρομαγμένοι από τις αγριοφωνάρες του κι έτρεξαν στην πλαγιά του βουνού, κρατώντας άλλος τουφέκι, άλλος αξίνα, άλλος ένα χοντρό ξύλο, για να διώξουν τους λύκους, προτού φάνε τα πρόβατά τους.

Όταν όμως έφτασαν στην πλαγιά, βρήκανε τα πρόβατα να βόσκουν ήσυχα και το βοσκό να στέκεται όρθιος και να τους περι-μένει.

– Τι έπαθες; Πού είναι οι λύκοι; τον ρώτησαν λαχανιάζοντας από το τρέξιμο.

– Φοβήθηκαν από τις φωνές μου και κρύφτηκαν μέσα στο δάσος, τους εξήγησε ο βοσκός. Φοβάμαι όμως μην ξαναγυρίσουν…

– Θα μείνουμε ως το πρωί μαζί σου, του υποσχέθηκαν οι χωρικοί.

Και ξενύχτησαν μαζί του, χωρίς όμως να φανεί κανένας λύκος.

Ύστερα από λίγες μέρες, ο βοσκός, ένα βράδυ, έβαλε πάλι τις φωνές:

– Λύκοι! Λύκοι! Τρεχάτε, χωριανοί!

Πάλι έτρεξαν οι συχωριανοί του και πάλι δεν βρήκαν κανένα λύκο.

Ο βοσκός ήταν ευχαριστημένος με το παιχνίδι του.

Ένα βράδυ, όμως, παρουσιάστηκαν, πραγματικά, δυο λύκοι και τότε έβγαλε πιο δυνατές φωνές:

– Τρεχάτε, χωριανοί! Λύκοι! Λύκοι!

Αλλ' οι χωρικοί, μόλο που τον άκουσαν, προτίμησαν να συνε-χίσουν τον ύπνο τους, παρά να κάνουν εκείνο τον κόπο άδικα, γιατί είχαν υποψιαστεί πως ο βοσκός τους κορόιδευε.

Οι λύκοι σκότωσαν καμιά δεκαπενταριά πρόβατα, τ' άλλα σκόρπισαν κι ο βοσκός γύρισε τρέμοντας κι ολομόναχος στο χωριό.

– Πού είναι τα πρόβατα; τον ρώτησαν οι χωρικοί σαστισμένοι.

– Τα 'φαγαν οι λύκοι, τους εξήγησε. Εγώ σας φώναζα, αλλά σεις δεν ήρθατε για να τους διώξουμε.

– Εσύ φταις, του είπαν θυμωμένοι οι χωρικοί. Μας είπες τόσες φορές ψέματα, ώστε, μια φορά που είπες την αλήθεια, δεν σε πιστέψαμε.

Загрузка...