Ένας ποντικός, που ζούσε σ' ένα χωράφι, έπιασε φιλίες μ' ένα βάτραχο, που ζούσε στη διπλανή λιμνούλα.
Ο ποντικός όλο σκάλιζε το χώμα και κάτι έβρισκε να φάει, κι ο βάτραχος πάλι άνοιγε τη στοματάρα του κι έχαβε όσες μύγες τύχαινε να περάσουν μπροστά του.
Αλλ' ο βάτραχος, που ήτανε χασομέρης, ήθελε να 'χει τον ποντικό κοντά του διαρκώς, και θύμωνε που τον έβλεπε να σκαλίζει το χώμα ώρες ολόκληρες.
Αποφάσισε λοιπόν να τον εκδικηθεί, γιατί ήτανε κακός από φυσικού του. Σκέφτηκε, σκέφτηκε και μια μέρα, του λέει:
– Φίλε μου ποντικέ, εγώ έρχομαι και σου κάνω συντροφιά στο χωράφι σου, αλλά συ δεν ήρθες ποτέ να μου κάνεις συντροφιά στη λιμνούλα μου. Φαίνεται ότι με περιφρονείς.
– Λάθος κάνεις, του εξήγησε ο ποντικός. Εσύ μπορείς και ζεις στη στεριά, αλλ' εγώ δεν μπορώ να ζήσω μέσα στο νερό.
– Αυτό σε φοβίζει; Θα δέσουμε το ποδάρι μου και το δικό σου μ' ένα σπάγκο κι έτσι θα σε βοηθάω για να μην πνιγείς.
– Τότε έρχομαι, είπε ο ποντικός, που ήταν απονήρευτος.
Τότε ο βάτραχος έδεσε μ' ένα σπάγκο το πόδι του με το πόδι του ποντικού και πήδησε στη λίμνη.
Στην αρχή, κολυμπούσαν κι οι δυο μαζί, έπειτα όμως ο βάτραχος έκανε ένα μακροβούτι και τράβηξε και τον ποντικό μαζί του.
Ο καημένος ο ποντικός πνίγηκε και βγήκε, φουσκωμένος από το νερό που είχε πιει χωρίς να θέλει, στην επιφάνεια του νερού.
Εκείνη τη στιγμή, περνούσε από πάνω ένα περδικογέρακο. Είδε τον πεθαμένο ποντικό, τον άρπαξε με τα νύχια του και πέταξε ψηλά. Αλλά, μαζί με τον ποντικό, πήρε και το βάτραχο που, καθώς ήτανε δεμένος μαζί του με το σπάγκο, δεν μπόρεσε να γλιτώσει.
Κι έτσι τιμωρήθηκε ο βάτραχος για την κακία του.