Μια φορά, ένας πουλολόγος πήρε τις ξόβεργές του και πήγε να τις στήσει στο δάσος, για να πιάσει κανένα πουλί.
Προχωρούσε λοιπόν ανάμεσα στα δέντρα και κοιτούσε ψηλά, για να δει κανένα πουλί, που ν' άξιζε τον κόπο να το πιάσει.
Γιατί αυτή ήταν η δουλειά του: ετοίμαζε ξόβεργες, τις έστηνε μέσα στο δάσος, έπιανε πουλιά κι άλλα τα έτρωγε κι άλλα τα πουλούσε.
Ποτέ του δεν είχε σκεφτεί πως αυτό που έκανε ήταν κακό, γιατί τα καημένα τα πουλιά δεν του είχανε φταίξει σε τίποτα κι ότι δεν είχαν καμιά διάθεση να κλειστούνε σε κλουβιά, ούτε, πολύ περισσότερο, να σκοτωθούν και να φαγωθούν. Αυτός, νόμιζε πως έκανε τη δουλειά του.
Προχωρούσε, λοιπόν, μέσα στο δάσος, εκείνη την ημέρα και κοιτούσε ψηλά, ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, για ν' ανακαλύψει κανένα πουλί, που ν' αξίζει τον κόπο να το πιάσει.
Ξάφνου, είδε μια ωραιότατη τσίχλα, με πολύχρωμα φτερά, πάνω σ' ένα κλαδί.
«Αυτή θα την πουλήσω πολύ ακριβά», είπε μέσα του κι ετοιμάστηκε να στήσει τις ξόβεργές του για να την πιάσει.
Αλλά, καθώς είχε τα μάτια του καρφωμένα πάνω στο πουλί, δεν πρόσεχε καταγής, κι έτσι πάτησε στην ουρά ένα φαρμακερό φίδι.
Το φίδι σήκωσε το κεφάλι του θυμωμένο και τον δάγκασε δυνατά στο πόδι, που μούδιασε αμέσως, πρήστηκε κι ο πουλολόγος σωριάστηκε καταγής.
Την ώρα που ξεψυχούσε, μουρμούρισε:
– Άλλον κυνηγούσα να πιάσω κι άλλος με κυνήγησε και μ' έπιασε και τώρα θα πεθάνω….
Κι έτσι την έπαθε ο πουλολόγος που κυνηγούσε τ' αθώα τα πουλάκια.