Μια κατσίκα, που έβοσκε στην πλαγιά του βουνού, προχώρησε, σιγά – σιγά, χωρίς να το καταλάβει, σ' ένα δύσβατο μέρος, εκεί όπου δεν υπήρχε κανένα μονοπάτι, παρά μόνο βράχοι απότομοι και θεόρατοι γκρεμοί.
Ανάμεσα σ' εκείνους τους απόκρημνους βράχους όμως, φύτρωναν, πού και πού, μερικά βλαστάρια, που η κατσίκα τα νοστιμευότανε και σκαρφάλωνε ως εκεί, τέντωνε το λαιμό της και τα 'τρωγε.
Ένας λύκος, που βρισκότανε μέσα στο δάσος, μυρίστηκε τ' αχνάρια της κατσίκας και τ' ακολούθησε, με τη μύτη στο χώμα.
Όταν έφτασε στο βραχότοπο, έχασε τ' αχνάρια, αλλ' ένιωθε ακόμα τη μυρωδιά της κατσίκας. Σήκωσε το κεφάλι του και την είδε, ψηλά, πάνω στον πιο απόκρημνο βράχο. Ήτανε μια κατσίκα μεγάλη, καλοθρεμμένη, κι ο λύκος σκέφτηκε πως, αν την έπιανε θα χόρταινε για δυο μέρες τουλάχιστον.
Πώς να την πιάσει, όμως; Εκεί απάνω, που είχε σκαρφαλώσει η κατσίκα, αυτός δεν θα τολμούσε ποτέ του ν' ανεβεί γιατί οι λύκοι δεν μπορούν να σκαρφαλώσουν στα βράχια με τόση ευκολία, όπως οι κατσίκες.
Σκέφτηκε λοιπόν να χρησιμοποιήσει την πονηριά του και της φώναξε:
– Καλημέρα, κυρά – κατσίκα!
– Καλημέρα, κυρ – λύκο, του αποκρίθηκε εκείνη, χωρίς να τον φοβηθεί καθόλου.
– Κάτι πολύ ψηλά βλέπω ότι ανέβηκες, κυρά – κατσίκα.
– Ήρθα να πάρω τον αέρα μου, κυρ – λύκο μου.
– Εγώ δεν ανεβαίνω ποτέ μου τόσο ψηλά, γιατί ζαλίζομαι.
– Εγώ όμως δεν ζαλίζομαι ποτέ μου.
– Είναι επικίνδυνο μέρος αυτού που στέκεσαι, κυρά – κατσίκα.
– Γιατί, κυρ – λύκο;
– Μπορεί να γκρεμιστείς και να πέσεις.
– Έννοια σου κι εγώ δεν γκρεμίζομαι….
– Και δεν βρίσκεις και τίποτε αυτού πάνω για να φας, κυρά – κατσίκα.
– Πώς δεν βρίσκω, κυρ – λύκο; Έχει κάτι αγριοβλάσταρα πολύ νόστιμα.
– Είναι λιγοστά όμως.
– Σ' αυτό έχεις δίκιο, παραδέχτηκε η κατσίκα.
– Εδώ πιο κάτω, κυρά – κατσίκα, είναι ένα λιβάδι με χορτάρι τόσο παχύ, που ποτέ μου δεν είδα άλλο. Έλα να βοσκήσεις όσο θέλεις…..
– Άκουσε, κυρ – λύκο μου, αποκρίθηκε η κατσίκα, δεν με προσκαλείς για να βοσκήσω, αλλά για να με φας. Μη χάνεις λοιπόν τα λόγια σου άδικα, γιατί δεν έχω σκοπό να κατέβω από δω πάνω.
Ο λύκος κατάλαβε πως δεν θα τα κατάφερνε να κοροϊδέψει την κατσίκα κι έτσι έβαλε κάτω το κεφάλι του κι έφυγε, μήπως βρει κανένα άλλο κυνήγι, πιο βολικό.