Στα πολύ παλιά χρόνια, την εποχή που ζούσαν στον Όλυμπο οι δώδεκα θεοί κι είχαν βασιλιά τους το Δία, το μερμήγκι δεν ήταν ακόμα μερμήγκι, αλλά ήταν άνθρωπος.
Η δουλειά του ήτανε γεωργός. Είχε κάτι χωράφια και τα καλλιεργούσε, κι επειδή ήτανε πολύ δουλευτάρης, οι σοδειές του ήταν πάντοτε καλές.
Αλλ' ήταν άπληστος. Όσα κι αν έβγαζε από τα χτήματά του νόμιζε πάντοτε πως ήταν λίγα κι όλο παρακολουθούσε τους γείτονες του κι όλο του φαινότανε πως τα χωράφια τους ήταν καλύτερα από τα δικά του.
Από το κακό του δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κι ενώ δούλευε όλη την ημέρα στα χωράφια του, τις νύχτες έμενε άγρυπνος κι έμπαινε στα χωράφια των γειτόνων του για ν' αρπάξει, πότε λίγο στάρι, πότε λίγο καλαμπόκι, πότε κανένα δεμάτι άχυρο, που τα κουβαλούσε στις αποθήκες του.
Ο Δίας που, από τον Όλυμπο, παρακολουθούσε όλα όσα γίνονταν κάτω στη γη, είδε κι εκείνο το γεωργό να κλέβει, κάθε νύχτα από τα χωράφια των γειτόνων του και, για να τον κάνει ν' αφήσει τις κλεψιές, αύξησε τη δική του τη σοδειά. Αλλ' ο άπληστος γεωργός, μόλο που μάζευε κάθε χρόνο περισσότερο καρπό από τα χωράφια του, δεν έπαυε ν' αρπάζει κι από τα χωράφια τα γειτονικά.
Από την αγωνία του να μην του λείψει τίποτα κι από τη δουλειά που έκανε μέρα – νύχτα, είχε γίνει πετσί και κόκαλο, αλλά δεν εννοούσε να σταματήσει.
Τότε θύμωσε μαζί του ο Δίας και τον έκανε μερμήγκι. Μόλο, όμως, που, από άνθρωπος, έγινε μερμήγκι, εκείνος εξακολουθεί ακόμα ν' αρπάζει, μέρα – νύχτα, στάρι, κριθάρι, άχυρο, απ' τα ξένα χωράφια και να τα σοδιάζει στην αποθήκη του.