Κάποτε, η ουρά του φιδιού επαναστάτησε και τα ' βαλε με το κεφάλι του.
– Δεν μπορώ να σε υποφέρω πια! του φώναξε, μια μέρα, που το φίδι καθότανε, κουλουριασμένο, στον ήλιο και ζέσταινε το κορμί του.
Το κεφάλι, που νύσταζε, κι ήταν έτοιμο να κοιμηθεί, μισάνοιξε τα μάτια του και κοίταξε την ουρά παραξενεμένο.
– Τι έπαθες; την ρώτησε.
– Δεν μπορώ να σε υποφέρω πια, σου το ξαναλέω! Όπου θέλεις εσύ μας πας κι εμένα, κι όλο το κορμί σου. Ποτέ δεν με ρώτησες αν θέλω ν' ακολουθήσω το δρόμο που παίρνεις, ή αν προτιμώ να πάρω άλλο δρόμο.
– Αφού έτσι είναι κανονισμένα από τη φύση, τι ήθελες να γίνει;
– Να διαλέγω εγώ το δρόμο και ν' ακολουθείς εσύ.
– Μα δεν έχεις ούτε μάτια, ούτε μύτη. Πώς θα βλέπεις το δρόμο;
– Αυτό είναι δικός μου λογαριασμός, επέμεινε η ουρά. Άφησε να διευθύνω εγώ και θα δεις πως όλα θα πάνε καλύτερα.
Το κεφάλι του φιδιού, θες γιατί νύσταζε και βαριότανε τη συζήτηση, θες γιατί ήτανε περιέργο, λέει τότε στην ουρά:
– Πολύ καλά! Από σήμερα θα διευθύνεις εσύ!
Καταχάρηκε η ουρά, που πέτυχε να γίνει εκείνο που ήθελε, και ξεκίνησε, στα τυφλά, βέβαια, γιατί ούτε μάτια είχε, ούτε μύτη.
Έσερνε λοιπόν πίσω της, το κορμί και το κεφάλι του φιδιού, που καταπληγώθηκε από τις μυτερές τις πέτρες, γιατί η ουρά δεν έβλεπε πού πήγαινε και, τέλος γκρεμίστηκε σ' ένα βάραθρο.
– Σώσε μας, κεφάλι! φώναξε με απελπισία η ουρά του φιδιού. Κοίταξε να μας βγάλεις από δω μέσα γιατί χαθήκαμε!
Τότε μόνο κατάλαβε η ουρά πως ο καθένας δεν είναι ικανός να διευθύνει…