Ήτανε κάποτε ένας πλούσιος άνθρωπος, που είχε αγοράσει έναν περίφημο ολόασπρο κύκνο, που τον έτρεφε μαζί με μια χήνα.
Στον κήπο του είχε φτιάσει μια σωστή λιμνούλα, με λιμανάκια, με βραχάκια, με καλαμιές και μ' ένα φάρο και, στην όχθη της, είχε χτίσει ένα καλυβάκι.
Όλη την ημέρα, ο κύκνος κι η χήνα κολυμπούσανε στα νερά της λιμνούλας και, τα βράδια, κοιμόντουσαν μέσα στο καλυβάκι.
Είχαν άφθονη τροφή, κανένας δεν τα πείραζε, και καλοπερνούσαν.
Ο πλούσιος, που τα είχε, συνήθιζε να 'ρχεται τα πρωινά, να κάθεται στις όχθες της λιμνούλας και να θαυμάζει ώρα ολόκληρη, τον υπέροχο κάτασπρο κύκνο, με το μακρύτατο, λυγερό λαιμό του, που έπλεε στα ήμερα νερά ανάμεσα στις καλαμιές και στα νούφαρα.
Άλλωστε, γι' αυτό έτρεφε τον κύκνο, για την ομορφιά του!
Κοιτούσε καμιά φορά και τη χήνα, αλλ' αυτήν την κοιτούσε για να δει αν είχε παχύνει αρκετά. Γι' αυτό άλλωστε, έτρεφε τη χήνα: για να την παχύνει και να την φάει!
Μια μέρα, που θαύμαζε, όπως συνήθιζε, τον κύκνο, πρόσεξε πως η χήνα με δυσκολία έπλεε πάνω στο νερό γιατί είχε γίνει τετράπαχη.
Είπε λοιπόν στο μάγειρο του να τη σφάξει το βράδυ και να του την μαγειρέψει.
Όταν νύχτωσε, ο μάγειρος ανάθεσε στο μικρό το βοηθό του να πάει να σφάξει τη χήνα και να την φέρει να την ψήσουν. Ο μικρός πήγε στο καλυβάκι και καθώς ήτανε σκοτάδι και δεν έβλεπε καλά, έπιασε τον κύκνο αντί τη χήνα κι ετοιμάστηκε να τον σφάξει.
Αλλ' ο κύκνος όταν προαισθάνθηκε το θάνατο του άρχισε να κελαηδάει τόσο μελωδικά, ώστε έτρεξε ο αφέντης του και τον γλίτωσε.
Όσο για τη χήνα, έγινε περίφημη ψητή.