Σ' ένα κοτέτσι, στην εξοχή, πλάι σ' ένα μεγάλο δάσος, αρρώστησε μια κότα και σιγά – σιγά, κόλλησαν κι οι άλλες κι αρρώστησαν όλες μέσα στο κοτέτσι.
Η γριά, που έμενε σ' εκείνο το εξοχικό σπιτάκι ολομόναχη, όταν είδε τις κότες τις άρρωστες, έκαψε θειάφι μέσα στο κοτέτσι, ελπίζοντας να γιατρευτούν με τον καπνό του, αλλά κι αυτό δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.
Κίνησε λοιπόν να πάει στο χωριό, για να ρωτήσει μήπως υπάρχει κανένα φάρμακο, για να γιατρέψει τις άρρωστες κότες της.
Ένας αγριόγατος, που ζούσε μέσα στο δάσος, είχε μάθει πως οι κότες της γριάς ήταν άρρωστες κι όταν την είδε να φεύγει από το σπιτάκι της, για να πάει στο χωριό, σκέφτηκε πως η ευκαιρία ήταν κατάλληλη για να φάει τις κότες.
Το κοτέτσι όμως ήτανε κλεισμένο καλά κι έπρεπε να βρει τρόπο να μπει μέσα.
Ο πονηρός αγριόγατος, λοιπόν, πήγε και στήθηκε έξω από το κοτέτσι κι άρχισε να φωνάζει, αλλάζοντας όσο μπορούσε τη φωνή του:
– Εδώ ο καλός γιατρός! Όλες τις αρρώστιες τις γιατρεύω! Ανοίχτε μου να σας γιατρέψω!
Οι κότες όμως τον κατάλαβαν ποιος ήταν και του φώναξαν, μέσα από το κοτέτσι τους:
– Εμείς θα γιατρευτούμε, να φύγεις εσύ, κυρ – αγριόγατε.
Κι ο αγριόγατος έβαλε το κεφάλι κάτω και ξαναγύρισε στο δάσος, γιατί κατάλαβε πως, με τις πονηριές του, δεν κέρδιζε τίποτα.