Ο Αγριόγατος κι ο Πετεινός

Ένας αγριόγατος κυνηγούσε, μια μέρα, μέσα στο δάσος, αλλ' ως το μεσημέρι δεν είχε κατορθώσει να πιάσει παρά μόνο τρία πουλάκια, που τα 'φαγε αμέσως. Τι να του έκαναν όμως τα τρία εκείνα πουλάκια; Αυτός ήθελε να φάει τουλάχιστον είκοσι για να χορτάσει.

Όπου, μια στιγμή, εκεί που παραφύλαγε, κουλουριασμένος πάνω στο κλαδί ενός δέντρου, μήπως καθίσει κανένα πουλί, για να τ' αρπάξει, είδε να περνάει από κάτω ένας πετεινός.

Οι κότες βοσκούσαν σ' ένα χωράφι, δίπλα στο δάσος, κι ο πετεινός είχε προχωρήσει, μόνος του, ανάμεσα από τα δέντρα, ψάχνοντας να βρει πιο νόστιμα σκουλήκια.

Όταν τον είδε ο αγριόγατος, σκέφτηκε πως ήτανε το καλύτερο φαγητό, που θα μπορούσε να ονειρευτεί, και πήδησε απάνω του.

Ο πετεινός όμως πρόφτασε να του ξεφύγει κι ετοιμάστηκε να τον χτυπήσει με το ράμφος του και με τις οπλές του, που ήταν κοφτερές σαν σπιρούνια.

– Γιατί θέλεις να με φας; ρώτησε. Εσύ δεν είσαι αλεπού για να τα βάζεις μαζί μου, ούτε εγώ είμαι κανένα πουλάκι από εκείνα που κυνηγάς.

– Θέλω να σε φάω, γιατί λυπάμαι τους ανθρώπους, αποκρίθηκε ο αγριόγατος, που έπιασε τη συζήτηση, για να βρει μια κατάλληλη στιγμή να ορμήσει απάνω του.

– Λυπάσαι τους ανθρώπους; Τι θες να πεις μ' αυτό; ρώτησε απορώντας ο πετεινός.

– Τους λυπάμαι γιατί τους ενοχλείς.

– Δεν μπορώ να σε καταλάβω, αγριόγατε. Πώς τους ενοχλώ τους ανθρώπους;

– Γιατί αρχίζεις, από τα μεσάνυχτα κιόλας, να ξεφωνίζεις τα «κουκουρίκου» σου και δεν τους αφήνεις να κοιμηθούν και να χορ-τάσουν τον ύπνο, ενώ ξέρεις πόσο κουράζονται όλη την ημέρα.

– Κάνεις λάθος, αγριόγατε. Εγώ δεν τους ενοχλώ, αλλά τους εξυπηρετώ.

– Και τι εξυπηρέτηση τους κάνεις;

– Αν δεν ήμουν εγώ με τα «κουκουρίκου» μου, αυτοί δεν θα ξυπνούσαν.

– Καλύτερα γι' αυτούς, γιατί θα χόρταιναν τον ύπνο.

– Θα χόρταιναν τον ύπνο και θα ξυπνούσαν όταν ο ήλιος θα 'τανε δυο κοντάρια πάνω από το βουνό.

– Και τι σε πειράζει εσένα;

– Είσαι κουτός, αγριόγατε, γιατί δεν ξέρεις τους ανθρώπους και τις συνήθειές τους. Αν δεν σηκώνονταν νωρίς, την ώρα που τους ξυπνάω εγώ με τα κουκουρίκου μου, δεν θα πρόφταιναν ως το βράδυ να τελειώσουν όλες τις δουλειές τους…

Ο αγριόγατος, που δεν έβρισκε τι ν' απαντήσει στα λόγια του πετεινού, αλλά δεν έβρισκε ακόμη και την ευκαιρία που ζητούσε, για να χυμήξει απάνω του, άλλαξε κατηγορία.

– Ας πούμε πως έχεις δίκιο που ξυπνάς τους ανθρώπους από τη νύχτα, είπε. Πρέπει όμως να σε φάω γιατί δεν έχεις μια γυναίκα μονάχα, αλλ' έχεις όλες τις κότες του κοτετσιού δικές σου.

– Αν δεν τις είχα όλες δικές μου, δεν θα γεννούσαν πολλά αυγά, αποκρίθηκε ο πετεινός.

– Επειδή βρίσκεις εσύ όμορφες δικαιολογίες, εγώ δεν πρέπει να μείνω νηστικός! είπε ο αγριόγατος.

Και, βρίσκοντας την ευκαιρία, που ζητούσε τόσην ώρα, πήδησε πάνω στο λαιμό του πετεινού και τον έπνιξε.

Загрузка...