Οχιά και Νεροφίδα

Ζούσανε κάποτε, σε μιαν ερημιά, μια οχιά και μια νεροφίδα.

Η οχιά είχε τη φωλιά της σ' ένα βραχότοπο, κι όλη η περιφέρεια τριγύρω ήτανε δική της: Εκεί κυνηγούσε, εκεί έτρωγε, εκεί κοιμότανε, εκεί έπινε νερό σ' ένα μικρό αυλάκι νερού, που κυλούσε πάνω από το βουνό, ανάμεσα από τις πέτρες και τ' αγριόχορτα.

Η νεροφίδα πάλι ζούσε μέσα σε μια πηγή νερού, που έβγαινε από τη ρίζα ενός θεόρατου πλάτανου, μέσα στο πυκνό δάσος.

Όσο αγριότοπος ήτανε το μέρος όπου ζούσε η οχιά, τόσο καταπράσινο και δροσερό ήταν εκείνο όπου έμενε η νεροφίδα που, τις περισσότερες ώρες της, τις περνούσε μέσα στην πηγή του νερού, στη ρίζα του πλάτανου, που σχημάτιζε μια σωστή μικροσκοπική λιμνούλα, κι από κει χυνόταν, σ' ένα μικρό αυλάκι, κι έφτανε στην αγριοτοπιά της οχιάς.

Μια μέρα, η οχιά, που διψούσε και πήγε στ' αυλάκι να πιει νερό, το βρήκε τόσο βρώμικο, ώστε αηδίασε και δεν ήπιε. Διψούσε όμως και, για να ξεδιψάσει, αποφάσισε ν' ακολουθήσει το αυλάκι, ως την πηγή του, για να βρει νερό πιο καθαρό.

Σύρθηκε με την κοιλιά, όπως κάνουν όλα τα φίδια κι οι οχιές και, κατά το μεσημέρι, ήτανε στη ρίζα του πλάτανου, απ' όπου έβγαινε το νερό, σχηματίζοντας μια μικρή λιμνούλα, που θαρρείς κι ήταν από κρύσταλλο.

«Εδώ είναι καλά», σκέφτηκε η οχιά. «Εδώ θα 'ρχομαι να πίνω νερό και να κυνηγάω, κι έπειτα θα γυρίζω στη φωλιά μου για να κοι-μάμαι».

Έσκυψε λοιπόν κι ήπιε πεντακάθαρο νερό, κι ευχαριστήθηκε.

Αλλά δεν ευχαριστήθηκε καθόλου η νεροφίδα, όταν την είδε να πίνει από το δικό της το νερό, όπου ζούσε ως τότε ολομόναχη.

– Άκουσε, κυρά οχιά, της είπε, αυτή η πηγή είναι δική μου και να μην ξανάρθεις να πιεις νερό από δω πέρα!

– Εγώ θα ξανάρθω και λέγε ό,τι θέλεις! αποκρίθηκε περιφρονητικά η οχιά.

Και πραγματικά, ξαναγύρισε την άλλη μέρα, κι όχι μόνο για να πιει νερό, αλλά και για να κυνηγήσει.

Η νεροφίδα έγινε έξω φρενών, όταν την είδε.

– Δεν φτάνει που πίνεις από το νερό μου, της φώναξε θυμωμένη, αλλά κυνηγάς και στην περιοχή μου! Να μην ξαναγίνει αυτό, τ' ακούς;

– Θα κάνω ό,τι θέλω! αποκρίθηκε η οχιά περιφρονητικά.

Και, πραγματικά, έκανε ό,τι ήθελε: κάθε μέρα ερχότανε στην περιοχή της νεροφίδας, κυνηγούσε, έπινε απ' το πεντακάθαρο νερό της πηγής κι έπειτα έφευγε, για να πάει στην ξεροτοπιά της να κοιμηθεί.

Η νεροφίδα δεν το βαστούσε αυτό. Όσα κι αν της έλεγε της οχιάς, εκείνη δεν άλλαζε γνώμη.

– Είμαι ελεύθερη να κυνηγάω όπου θέλω και να πίνω όποιο νερό μου αρέσει! έλεγε.

– Πώς εγώ δεν έρχομαι στην ξεροτοπιά σου και δεν πίνω νερό από τ' αυλάκι σου; τη ρωτούσε θυμωμένη η νεροφίδα.

– Γιατί δεν σου αρέσουν! της αποκρίθηκε η οχιά κοροϊδευτικά.

Τέλος, μια μέρα, αποφάσισαν να λύσουν τη διαφορά τους με μονομαχία. Όποια από τις δυο νικούσε, θα κυνηγούσε σ' εκείνη την περιοχή και θα 'πινε νερό από την πεντακάθαρη πηγή του πλάτανου.

Σ' εκείνη τη μικρή λιμνούλα της πηγής, ζούσανε και μερικοί βάτραχοι, που δεν συμπαθούσαν καθόλου τη νεροφίδα, γιατί όλο στριφογύριζε μέσα στο νερό και τους χαλούσε την ησυχία τους.

Αποφάσισαν λοιπόν να υποστηρίξουν την οχιά, που θα έμενε αλλού και μόνο θα 'ρχότανε να ξεδιψάσει εκεί πέρα, κι έτσι θα είχαν ολότελα δική τους τη λιμνούλα.

– Έννοια σου, κυρά οχιά, και θα σε βοηθήσουμε! της είπαν.

Η οχιά κι η νεροφίδα άρχισαν τότε τη μονομαχία κι η καθεμιά προσπαθούσε να δαγκώσει την άλλη.

Οι βάτραχοι είχανε βγει από το νερό και παρακολουθούσαν τη μονομαχία φωνάζοντας μ' όλη τους τη δύναμη:

– Βρεκεκέξ! Κουάξ! Κουάξ!

Γιατί πίστευαν πως έτσι έδιναν θάρρος στην οχιά.

Όταν, στο τέλος, η οχιά νίκησε τη νεροφίδα, τα 'βαλε μαζί τους.

– Αυτή ήταν η βοήθεια που θα μου δίνατε; τους είπε.

– Εμείς δεν βοηθούμε με τα πόδια μας, αλλά με τη φωνή μας! της αποκρίθηκαν εκείνοι.

Загрузка...