Ένας άνθρωπος είχε ένα άλογο κι ένα γάιδαρο. Το άλογο το είχε για να το καβαλικεύει, ενώ το γάιδαρο τον είχε να τον φορτώνει.
Ο καημένος ο γάιδαρος έκανε κάθε μέρα δρόμους πάντοτε φορτωμένος βαριά, ενώ το άλογο, οπότε δεν το καβαλίκευε το αφεντικό του, έμενε στο παχνί του κι έτρωγε σανό, ή στο λιβάδι και βοσκούσε ελεύθερο.
Όταν βρίσκονταν στο παχνί και τα δυο μαζί, ο γάιδαρος παραπονιότανε στο σύντροφο του για την κούρασή του και το άλογο του έλεγε:
– Γιατί παραπονιέσαι, αφού είσαι γάιδαρος; Δεν ξέρεις πως οι γάιδαροι είναι γεννημένοι για να κουβαλάνε φορτώματα;
– Γιατί δεν μ' αφήνει κι εμένα το αφεντικό μας ν' αναπαυτώ μια μέρα, όπως αφήνει τόσο συχνά εσένα;
– Είμαι άλογο και τ' άλογα έχουν ευγενικιά καταγωγή και γι' αυτό τα περιποιούνται οι άνθρωποι.
Από το πολύ το φόρτωμα κι από τις πολλές πορείες, ο γάιδαρος είχε γίνει πετσί και κόκαλο, ενώ το άλογο ήταν καλοθρεμμένο και το πετσί του γυάλιζε.
Μια μέρα, ο άνθρωπος που είχε τα δυο ζώα φόρτωσε βαριά το γάιδαρο, καβαλίκεψε το άλογο και ξεκίνησε να πάει στη χώρα. Η απόσταση ήταν μεγάλη, ο καιρός ζεστός και το βαρυφορτωμένο γαϊδούρι αγκομαχούσε.
– Κάνε μου τη χάρη να σηκώσεις λίγο από το βάρος μου, παρακάλεσε το άλογο ο γάιδαρος.
– Είσαι τρελός; του αποκρίθηκε εκείνο. Εγώ δεν καταδέχομαι να σηκώνω φορτία.
– Λυπήσου με και βοήθησέ με γιατί δεν αντέχω πια!
– Δεν μπορώ να σου κάνω τίποτα. Σηκώνω τον αφέντη μου, όπως πρέπει να κάνει ένα άλογο και συ σηκώνεις τα πράγματά του, όπως πρέπει να κάνει ένας γάιδαρος.
Αλλ' ο καημένος ο γάιδαρος δεν βαστούσε πια.
Κι ύστερα από λίγη ώρα, σ' ένα δύσκολο ανήφορο, σωριάστηκε στο χώμα και ψόφησε.
Ο άνθρωπος ξεκαβαλίκεψε, είδε πως ο γάιδαρος ήταν πραγματικά ψόφιος και φόρτωσε τα δέματα που κουβαλούσε πάνω στο άλογο. Έπειτα σκέφτηκε πως θα μπορούσε να πουλήσει το τομάρι του γάιδαρου στη χώρα και να πάρει μερικά χρήματα. Τον έγδαρε λοιπόν κι έβαλε το τομάρι, πάνω από τ' άλλα πράγματα, στη ράχη του αλόγου.
Και τότε κατάλαβε το άλογο πόσο είχε αδικήσει τον αδύνατο σύντροφο του. Αλλά τώρα ήταν αργά πια, γιατί ήταν υποχρεωμένο να σηκώνει όλα τα βάρη του γάιδαρου, επειδή δεν δέχτηκε, όταν ήταν καιρός, να σηκώσει λίγα απ' αυτά.