Ένα πουλί ήτανε κλεισμένο στο κλουβί του, που το είχανε κρεμάσει στο παράθυρο. Ήταν άνοιξη, το παράθυρο το άφηναν οι άνθρωποι ανοιχτό και το πουλί, που θυμότανε τη ζωή του μέσα στο δάσος, όπου πετούσε ελεύθερο, κελαηδούσε.
Όλη την ημέρα, που οι άνθρωποι ήταν ξύπνιοι και τριγυρνούσαν μέσα στο σπίτι, το πουλί καθότανε, φοβισμένο, μέσα στο κλουβί του και δεν άνοιγε το ράμφος του για να πει ούτε ένα «τσίου».
Όταν όμως νύχτωνε κι οι άνθρωποι κοιμόντουσαν, το φυλακισμένο πουλί δεν φοβόταν πια κι έλεγε τον πόνο του κελαηδώντας.
Μια νυχτερίδα, που είχε τη φωλιά της σε κάτι ερείπια, εκεί κοντά, κι έβγαινε τη νύχτα για να κυνηγήσει, το πρόσεξε αυτό. Κι ένα βράδυ, πήγε έξω από το κλουβί και ρώτησε το πουλί:
– Δεν μου λες, γιατί όλη την ημέρα μένεις σιωπηλό και όταν έρθει η νύχτα αρχίζεις και κελαηδάς;
– Γιατί την ημέρα φοβάμαι, της εξήγησε το πουλί. Μέρα ήταν όταν κελαηδούσα στο δάσος και μ' έπιασαν οι άνθρωποι και μ' έκλεισαν σ' αυτή τη στενή τη φυλακή. Από τότε λοιπόν, έβαλα κι εγώ μυαλό και κελαηδάω μόνο τη νύχτα.
– Τώρα είναι αργά, που το σκέφτηκες, του αποκρίθηκε η νυχτερίδα. Έπρεπει να φυλάγεσαι από τους ανθρώπους όταν ήσουν ελεύθερο. Τώρα, όσο κι αν φυλάγεσαι, δεν ωφελεί σε τίποτα, μια που σ' έχουνε πια φυλακισμένο.