Η Δαμαλίτσα και το Βόδι

Μια φορά, στο στάβλο ενός γεωργού, ζούσανε μια δαμαλίτσα κι ένας ταύρος.

Η δαμαλίτσα δεν έκανε τίποτα όλη την ημέρα. Την έβγαζαν το πρωί, την άφηναν σ' ένα λιβάδι να βοσκήσει όσο ήθελε και το βράδυ την έκλειναν στο στάβλο, όπου υπήρχε πάντοτε άφθονο χορτάρι για να φάει αν ξαναπεινούσε. Την περιποιόντουσαν όλοι εκεί μέσα, την περνούσαν με ξυστρί, την έπλεναν, την καθάριζαν, φρόντιζαν να μη ζεσταίνεται το καλοκαίρι κι ούτε να κρυώνει το χειμώνα, την είχανε σαν παιδί τους.

Ο καημένος ο ταύρος ζούσε διαφορετικά: Κάθε πρωί, τον έβγαζαν από το στάβλο, αλλ' αντί να τον αφήσουν στο λιβάδι, όπως τη δαμαλίτσα, να βοσκήσει όσο ήθελε, τον έζεβαν στο αλέτρι κι όλη την ημέρα όργωνε τα χωράφια κι ο γεωργός του κεντούσε, κάθε τόσο, τα καπούλια με τη βουκέντρα του, για να πηγαίνει πιο γρήγορα. Τον έλυναν λίγη ώρα το μεσημέρι, για να τον ταΐσουν και. το απόγευμα τον έζεβαν πάλι για να οργώσει. Αυτό γινόταν όλο το φθινόπωρο. Το χειμώνα και το καλοκαίρι πάλι δεν αναπαυότανε ποτέ. Κάθε μέρα σχεδόν, τον έζεβαν στη βοϊδάμαξα και κουβαλούσε, πότε ξύλα από το δάσος, πότε πράγματα από το χωριό, πότε τη σοδειά από τα χωράφια.

Κάθε βράδυ, τον έκλειναν κι αυτόν μέσα στο στάβλο, μαζί με τη δαμαλίτσα, κι έβαζαν στο παχνί του μπόλικο χορτάρι, για να τρώει, όταν πεινούσε, αλλ' ο ταύρος ήτανε τόσο κουρασμένος από τις βαριές δουλειές, ώστε προτιμούσε να πλαγιάσει και να κοιμηθεί, παρά να φάει.

Η δαμαλίτσα, που έβλεπε ότι αυτήν την περιποιόντουσαν ιδιαιτέρως κι ότι δεν την έβαζαν να κάνει καμιά δουλειά, το είχε πάρει απάνω της κι έλεγε συχνά στον ταύρο:

– Σε λυπάμαι, καημένε! Κρίμα τη δύναμή σου! Πώς κάθεσαι και σε βασανίζουν όλη την ημέρα με τις δουλειές, δεν μπορώ να το καταλάβω! Βλέπεις εγώ τι περίφημα περνάω;

Ο ταύρος κουνούσε το κεφάλι του συλλογισμένος και δεν έλεγε τίποτα, γιατί ήτανε πολύ μεγαλύτερος από τη δαμαλίτσα κι είχε δει πολλά στη ζωή του.

Όπου, μια μέρα, που ήτανε γιορτή, άφησαν τον ταύρο ελεύθερο στο λιβάδι, να βοσκήσει όσο ήθελε, γιατί δεν θα δούλευαν εκείνη την ημέρα, και τη δαμαλίτσα την κράτησαν στο στάβλο για να την σφάξουν και να την μαγειρέψουν.

Καθώς έβγαινε από το στάβλο, ο ταύρος γύρισε και της είπε:

– Βλέπεις, δαμαλίτσα μου, γιατί δεν σ' έβαζαν να κάνεις δουλειές και γιατί σε περιποιόντουσαν τόσο πολύ; Για να παχύνεις και να σε φάνε!

Загрузка...