Μια φορά, ήταν ένας γέρος που ζούσε ολομόναχος.
Δεν είχε κανέναν για να τον περιποιηθεί κι αναγκαζότανε να κάνει όλες τις δουλειές μόνος του.
Το καλοκαίρι κόντευε να τελειώσει, πλησίαζε το φθινόπωρο, με τα πρωτοβρόχια του κι έπειτα θα 'ρχόταν ο χειμώνας, με τα κρύα του.
«Πρέπει να μαζέψω ξύλα από τώρα, να τα 'χω το χειμώνα να ζεσταίνομαι», σκέφτηκε ο γέρος.
Και πήγε στο δάσος, που απλωνότανε στην πλαγιά του κοντινού βουνού.
Εκεί βρήκε πολλά ξερόκλαδα, τα μάζεψε, τα 'κανε ένα μεγάλο δεμάτι, τα φορτώθηκε στην πλάτη του και ξεκίνησε να γυρίσει στο καλυβάκι του.
Αλλ' ο δρόμος ήταν μακρύς, ο γέρος απόκαμε από την πορεία κι από την κούραση και στάθηκε πλάι σ' ένα βράχο, γιατί δεν είχε δυνάμεις πια να προχωρήσει.
– Αχ! Ας ερχόταν ο θάνατος! είπε αναστενάζοντας.
Δεν πρόφτασε να το πει και να 'σου ο Θάνατος μπροστά του.
– Με ζήτησες, παππούλη; τον ρώτησε.
– Ποιος είσαι συ; τον ρώτησε ο γέρος.
– Είμαι ο Θάνατος. Σ' άκουσα που με ζητούσες κι ήρθα. Τι με θέλεις;
Ο γέρος ξέχασε μονομιάς και την κούραση, και το δρόμο που είχε να κάνει και τα βάσανα που είχε περάσει και του είπε, χαμογελώντας του με καλοσύνη:
– Σε φώναξα, παιδάκι μου, να μου σηκώσεις αυτό το δεμάτι τα ξύλα….