Ο Βοσκός κι η Θάλασσα

Ένας βοσκός κατέβασε, κάποτε, τα πρόβατά του να βοσκήσουν σε μια χορταριασμένη πλαγιά, αντίκρυ στη θάλασσα.

Το χορτάρι ήτανε παχύ, τα πρόβατα βοσκούσαν ήσυχα, κι ο βοσκός, ανεβασμένος σ' ένα βράχο, για να τα προσέχει, κοιτούσε κάθε τόσο την απέραντη θάλασσα.

– Όμορφη που είναι η θάλασσα! μουρμούρισε. Θα 'ναι περίφημα να ταξιδεύει κανείς πάνω σ' αυτή, να βλέπει ξένους τόπους, να κάνει εμπόριο, να κερδίζει πολλά χρήματα… Τι καταλαβαίνω εγώ από τη ζωή, βόσκοντας κάθε μέρα τα πρόβατά μου; Τίποτα.

Κι αποφάσισε να γίνει έμπορας και να ταξιδέψει. Πούλησε λοιπόν τα πρόβατά του, αγόρασε πολλά τσουβάλια χουρμάδες, τα φόρτωσε σ' ένα καράβι, και κίνησε να πάει να δει άλλα μέρη, να πουλήσει με κέρδος τους χουρμάδες του και να κάνει εμπόριο.

Στο ταξίδι όμως τον έπιασε μεγάλη φουρτούνα και, για να μη βουλιάξει το καράβι, αναγκάστηκε να πετάξει στη θάλασσα όλα τα τσουβάλια με τους χουρμάδες κι έτσι μπόρεσε να γλιτώσει και να γυρίσει στη στεριά.

Τώρα που δεν είχε πια δικό του κοπάδι, μπήκε βοσκός σε ξένα πρόβατα.

Μια μέρα που τα βοσκούσε στην πλαγιά, που αντίκριζε τη θάλασσα, πέρασε ένας οδοιπόρος και, βλέποντας την απέραντη θάλασσα, που έμοιαζε με κάμπο, γιατί ήταν ακύμαντη και τα νερά της λαμπύριζαν κάτω από τον ήλιο, αναστέναξε και είπε με καημό:

– Όμορφη που είναι η θάλασσα! Θα 'ναι περίφημα να ταξιδεύει κανείς πάνω σ' αυτήν….

Κι ο βοσκός, που τον άκουσε, του λέει:

– Η θάλασσα, φίλε μου, πεθύμησε, φαίνεται, να ξαναφάει χουρμάδες και γι' αυτό παριστάνει την ήσυχη.

Загрузка...