Ήτανε φθινοπωρινό μεσημέρι, κι έκανε πολλή ζέστη.
Ένας ζευγολάτης είχε κουραστεί να οργώνει από το πρωί κι είδε ότι και τα βόδια του λαχάνιαζαν.
Τα έλυσε λοιπόν από το ζυγό τους, τ' άφησε να βοσκήσουν και κάθισε κι αυτός να φάει. Έπειτα πήρε τα βόδια του και τα κατέβασε στο ποτάμι για να τα ποτίσει.
Εκείνη την ώρα περνούσε από το χωράφι ένας λύκος, που ήτανε πολύ πεινασμένος.
Πήγε κοντά στ' αλέτρι, το μύρισε κι άρχισε να γλείφει με τη γλώσσα του τις ζεύλες των βοδιών, που ήταν ποτισμένες με τον ιδρώτα τους.
Του άρεσε εκείνος ο βοδινός ιδρώτας κι όλο έγλειφε τις ζεύλες, χώνοντας το μουσούδι του μέσα όλο και πιο πολύ, ώσπου βρέθηκε πιασμένος από το λαιμό.
Θέλησε τότε να ξεφύγει, τραβούσε το κεφάλι του πίσω, τιναζότανε, κλοτσούσε, αλλ' οι ζεύλες τον είχανε πιάσει γερά από το λαιμό κι εμπόδιζαν το χοντρό του κεφάλι να βγει.
Ύστερα από λίγη ώρα, γύρισε κι ο ζευγολάτης από το ποτάμι, οδηγώντας τα βόδια του, που είχε σκοπό να τα ζέψει πάλι και να συνεχίσει το όργωμα του χωραφιού.
Είδε όμως ότι, στο αλέτρι του, ήτανε ζεμένος τώρα ένας λύκος.
Πήγε λοιπόν κοντά και του είπε κοροϊδευτικά:
– Αν άφηνες τις αρπαγές και τις αδικίες κι άρχιζες να οργώνεις και συ, όπως τα βόδια, θα γλίτωνες τη ζωή σου.
Και, παίρνοντας ένα τσεκούρι, τον σκότωσε.