Ήτανε μια φορά ένας γεωργός που είχε και μερικά πρόβατα, που τ' άφηνε να βοσκήσουν στην πλαγιά του βουνού, όπου είχε τα χωράφια του.
Μια μέρα, όταν πήγε να μαζέψει τα πρόβατά του, είδε πως του έλειπε ένα.
Έψαξε παντού, μήπως είχε παραπλανηθεί, κοίταξε στους γκρεμούς μήπως είχε γλιστρήσει πουθενά, αλλά δεν το βρήκε. Ξένος δεν περνούσε κανένας από κείνη την ερημιά, ο πιο κοντινός του γείτονας ήταν ένας άλλος χωρικός, που έμενε μισή μέρα μακριά, επομένως το πρόβατο δεν το είχανε κλέψει. Αν, πάλι, έπεφτε λύκος στο κοπάδι, δεν θ' άρπαζε ένα μονάχα, αλλά θα 'πνιγε κι άλλα.
Έσπαζε το κεφάλι του, για να βρει τι είχε απογίνει το χαμένο πρόβατο, αλλά δεν το κατόρθωνε. Ύστερα από λίγες μέρες, χάθηκε κι άλλο πρόβατο, κι όσο κι αν έψαξε, δεν το βρήκε πουθενά. Αποφάσισε, λοιπόν, ν' αφήσει για λίγες μέρες, τα χωράφια του και να φυλάει τα πρόβατά του, για να δει πώς χάνονταν. Κι επειδή υποψιαζόταν ότι κάποιος του τα 'κλεβε, κρύφτηκε κιόλας, μέσα σε κάτι χαμόκλαδα, για να πέσει ξαφνικά πάνω στον κλέφτη και να τον πιάσει.
Αλλ' όσο κι αν παραφύλαγε, δυο μέρες συνέχεια, κανένας κλέφτης δεν παρουσιάστηκε, ούτε και χάθηκε κανένα άλλο πρόβατο.
Την τρίτη μέρα, όμως, άκουσε δυνατό φτερούγισμα πάνω από το κεφάλι του και, γυρνώντας τα μάτια, είδε έναν αετό, που έπεφτε πάνω στο κοπάδι κι έχωνε τα νύχια του στα πυκνά μαλλιά μιας προβατίνας.
– Εσύ είσαι, λοιπόν, ο κλέφτης; Τώρα θα δεις! φώναξε ο γεωργός και τινάχτηκε απάνω κουνώντας απειλητικά ένα ξύλο, γιατί άλλο όπλο δεν είχε.
Στο μεταξύ, ο αετός αγωνιζότανε να σηκώσει στον αέρα την προβατίνα, αλλά δεν τα κατάφερνε, γιατί ήτανε βαριά. Είδε το γεωργό, που ορμούσε απάνω του και θέλησε να πετάξει, να φύγει, αλλ' ούτε κι αυτό το κατόρθωσε, γιατί τα νύχια του είχανε μπερδευτεί στα μαλλιά της προβατίνας.
Όταν τον είδε σ' αυτή την κατάσταση, ο γεωργός άρχισε να γελάει.
– Δεν θα σε σκοτώσω, του είπε. Θα σ' εξευτελίσω όμως.
Και, παίρνοντας ένα μεγάλο ψαλίδι, που το είχε για να κουρεύει τα πρόβατα, του 'κοψε τις φτερούγες, έτσι, ώστε να μην μπορεί πια να ξαναπετάξει.
– Τώρα θα δεις τι θα σου κάνω! του είπε πάλι.
Και, δένοντας τον μ' ένα σχοινί, τον έβαλε μέσα στο κοτέτσι του.
– Ζήσε τώρα εδώ μέσα σαν κότα! του είπε με κακία.
Ο καημένος ο αετός έμενε στη γωνιά του κοτετσιού λυπημένος κι ούτε έτρωγε, ούτε έπινε. Μόνο κουνούσε κάθε τόσο τις ψαλιδισμένες φτερούγες του, που δεν τον βοηθούσαν πια σε τίποτα.
Μια μέρα, ένας καλός άνθρωπος, που είχε έρθει ν' αγοράσει μερικές κότες, είδε τον αετό στο κοτέτσι και τον λυπήθηκε.
– Μου τον πουλάς; ρώτησε το γεωργό.
– Τι θα τον κάνεις;
– Θα τον δώσω στα παιδιά μου να παίζουν.
– Τότε σου τον χαρίζω, είπε ο γεωργός.
Ο καλός ο άνθρωπος πήρε τον αετό, αλλά δεν τον έδωσε στα παιδιά του να παίξουν. Τον άλειψε με μια αλοιφή, τον περιποιήθηκε κι όταν μεγάλωσαν πάλι τα φτερά του, τον άφησε ελεύθερο.
Ο αετός, που συγκινήθηκε από την καλοσύνη εκείνου του ανθρώπου, όταν ξαναπέταξε, ελεύθερος πια, πάνω από τα βουνά, τον πρώτο λαγό, που έπιασε με τα νύχια του, δεν τον έφαγε, μόνο τον έριξε στην αυλή του σπιτιού, όπου τον είχανε περιποιηθεί.
Μια αλεπού, που τον είδε και που ήξερε τις περιπέτειές του, τον ρώτησε περίεργη:
– Γιατί χάρισες το λαγό σου σ' αυτόν που σου φέρθηκε με καλοσύνη; Έπρεπε να τον ρίξεις στον άλλο, που σου είχε ψαλιδίσει τα φτερά, για να τον καλοπιάσεις, να μη σου ξανακάνει τα ίδια.
– Εκείνον μπορώ να τον αποφύγω, της αποκρίθηκε ο αετός, αλλά σ' αυτόν εδώ χρωστάω ευγνωμοσύνη.