Μια φορά, το λιοντάρι, ο γάιδαρος κι η αλεπού αποφάσισαν να βγαίνουν κι οι τρεις μαζί στο κυνήγι και να μοιράζονται όσα πιάνουν.
Το λιοντάρι είχε αρχίσει να γερνάει και σκέφτηκε πως του χρειάζονταν σύντροφοι πιστοί, για να βοηθούνε την ώρα που κυνηγούσε, μια που ένιωθε τις δυνάμεις του να λιγοστεύουν σιγά – σιγά.
Σκέφτηκε όμως πολύ, προτού διαλέξει τους συντρόφους του γιατί δεν ήθελε να είναι ούτε πολύ δυνατοί, ούτε πολύ άγριοι, μήπως το κοροϊδέψουν στη μοιρασιά.
Γι' αυτό πήρε το γάιδαρο, που ήταν δυνατός μόνο στις κλοτσιές και στην αγριοφωνάρα του, και την αλεπού, γιατί ήτανε παμπόνηρη και γρήγορη στο τρέξιμο.
Την πρώτη μέρα, το κυνήγι τους πήγε καλά. Το λιοντάρι που είχε κουραστεί, λέει στο γάιδαρο:
– Μοίρασε συ όσα πιάσαμε!
Ο γάιδαρος, που ήτανε ζώο τίμιο, κάθισε και μοίρασε σε τρία ίσα μέρη το κυνήγι. Όταν το είδε αυτό, το λιοντάρι θύμωσε.
– Παλιογάιδαρε! του φώναξε. Δεν ξέρεις να μοιράζεις.
Και, πέφτοντας απάνω του, τον έφαγε. Έπειτα ξαπλώθηκε κάτω από ένα δέντρο και λέει στην αλεπού:
– Μοίρασε συ τώρα το κυνήγι, κυρά αλεπού.
Εκείνη έβαλε τότε μπροστά του όλο το κυνήγι και κράτησε για τον εαυτό της μόνο δυο κότες.
– Ποιος σ' έμαθε να μοιράζεις τόσο σωστά, κυρά αλεπού; την ρώτησε παραξενεμένο το θηρίο.
– Η συμφορά του γάιδαρου, λιοντάρι μου! αποκρίθηκε θαρρετά η αλεπού.