Το Παιδί και το Ζωγραφιστό Λιοντάρι

Τα παλιά τα χρόνια, ζούσε ένας άνθρωπος που, από φυσικού του, ήτανε πολύ φοβιτσιάρης κι έτρεμε με το παραμικρό.

Είχε ένα γιο μονάχα, που ήταν η ελπίδα του για τα γηρατειά του, γιατί ούτε γυναίκα είχε, ούτε κανέναν άλλο συγγενή.

Ένα βράδυ, είδε στον ύπνο του πως το γιο του τον έφαγε ένα λιοντάρι και τρόμαξε τόσο πολύ, μήπως το όνειρο βγει αληθινό, ώστε, από την άλλη μέρα κιόλας, άρχισε να χτίζει ένα σπίτι πολύ όμορφο, που τα παράθυρά του ήταν πολύ ψηλά, κάτω από τη στέγη κι είχε μονάχα μια πόρτα, πάντοτε καλά κλειδωμένη, που το κλειδί της το κρατούσε διαρκώς μαζί του.

Γύρω από το σπίτι έχτισε κι ένα πολύ ψηλό μαντρότοιχο και, μέσα στο σπίτι, έκλεισε το μοναχογιό του και τον κρατούσε εκεί κλειδωμένο. Έτσι, δεν είχε πια φόβο να βγει έξω, και να τον φάει κανένα λιοντάρι, όπως είχε δει στ' όνειρο του.

Επειδή ήταν πλούσιος κι ήθελε το σπίτι του γιου του να είναι πολύ όμορφο, παράγγειλε σ' ένα ζωγράφο να ζωγραφίσει όλους τους τοίχους του σπιτιού.

Κι ο ζωγράφος στόλισε τους τοίχους με πολύ όμορφες ζωγραφιές: με θάλασσες, όπου κολυμπούσαν δελφίνια, με σύννεφα, που ανάμεσά τους πετούσαν αγριόχηνες και πελαργοί, με δάση, όπου τριγυρνούσαν όλων των ειδών τ' αγρίμια.

Ο νέος, που ήτανε κλεισμένος μέσα στο σπίτι, στενοχωριότανε, που δεν μπορούσε να βγει ποτέ κι αυτός έξω, να διασκεδάσει με τους συνομήλικούς του, και περνούσε τις ώρες του τριγυρνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο και κοιτώντας τις ζωγραφιές.

Μια μέρα, στάθηκε μπροστά σ' έναν τοίχο, όπου ήτανε ζωγραφισμένο ένα άγριο, πυκνό δάσος κι όπου, ανάμεσα στα δέντρα, βρισκόταν ένα μεγάλο, δυνατό λιοντάρι.

Αυτή η ζωγραφιά τον έκανε να θυμώσει περισσότερο.

– Παλιοθηρίο! μουρμούρισε. Επειδή έτυχε να σε δει μια νύχτα στ' όνειρο του ο πατέρας μου, φοβήθηκε και με κλείδωσε εδώ μέσα να περάσω όλη μου τη ζωή ολομόναχος.

Και, μέσα στο θυμό του, άπλωσε το χέρι να ξύσει, με τα νύχια του, τα μάτια του ζωγραφιστού λιονταριού.

Αλλά, καθώς έξυνε με λύσσα τον τοίχο, χώθηκε μια αγκίδα στο χέρι του και πόνεσε τόσο πολύ, ώστε πήγε να πλαγιάσει.

Όλη εκείνη τη νύχτα, δεν έκλεισε μάτι από τους πόνους.

Το πρωί, όταν ξημέρωσε, είδε πως το χέρι του είχε πρηστεί κι εκεί, όπου είχε χωθεί η αγκίδα, ήτανε κατάμαυρο.

Όταν ήρθε, αργότερα, ο πατέρας του και τον είδε σ' αυτή την κατάσταση, φώναξε αμέσως ένα γιατρό, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα με τα βότανά του, γιατί η πληγή είχε κακοφορμίσει κι ο δύστυχος νέος πέθανε σε δυο μέρες.

Κι έτσι, τ' όνειρο που είχε δει ο πατέρας του, βγήκε αληθινό: ο γιος του πέθανε από λιοντάρι ζωγραφιστό, όσο κι αν τον κλείδωνε για να τον προφυλάξει από τ' αληθινά λιοντάρια.

Загрузка...