Σ' ένα μικρό νησάκι, ζούσε μια φορά ένας ταύρος.
Εκείνος που τον είχε, τον έφερε στο νησάκι και τον άφησε να ζει εκεί πέρα ολομόναχος, για να μεγαλώσει και να γίνει δυνατός. Γιατί στο νησάκι, που ήτανε πολύ μικρό, υπήρχε άφθονο χορτάρι και μια πηγή με δροσερό νερό.
Δυο σκαθάρια που έτυχε να βρίσκονται εκείνο το καλοκαίρι στο νησί, ήταν η μόνη συντροφιά του ταύρου. Για να λέμε την αλήθεια όμως, δεν έκαναν συντροφιά, ούτε είχανε σχέσεις μαζί του, αλλ' αυτά τα δυο ήταν τα μόνα ζωντανά πλάσματα, που έβλεπε ο ταύρος στο νησάκι, όλο εκείνο το καλοκαίρι.
Πάντως, τα δυο σκαθάρια ήταν ενθουσιασμένα με τον ταύρο γιατί, όχι μόνο δεν τα πείραζε, αλλ' έκανε και μπόλικη σβουνιά κάθε μέρα, μια που έτρωγε πολύ και, καθώς ξέρουμε, τα σκαθάρια ζουν από τις σβουνιές.
Αλλ' αυτή η ευτυχία των δυο σκαθαριών δεν βάσταξε πολύ: βάσταξε ακριβώς όσο και το καλοκαίρι.
Μόλις έφτασε το φθινόπωρο κι άρχισαν τα πρωτοβρόχια, εκείνος που είχε τον ταύρο ήρθε μια μέρα στο νησάκι, τον πήρε, τον πήγε στη στεριά και τον έκλεισε μέσα σ' ένα στάβλο, όπου θα 'τρωγε πάλι, θα 'πινε και θα κοιμόταν, χωρίς να φοβάται ούτε βροχές, ούτε κρύα.
Τα καημένα τα σκαθάρια κανείς δεν τα σκέφτηκε και κανείς δεν τα πήρε να τα κλείσει μέσα στο στάβλο, μαζί με το φίλο τους τον ταύρο, για να μη βρέχονται, να μην κρυώνουν και να 'χουνε κάθε μέρα τη σβουνιά τους.
Στην αρχή, δεν κατάλαβαν πως ο ταύρος είχε φύγει, γιατί, κι όσον καιρό είχε μείνει πάνω στο νησάκι, τα δυο σκαθάρια περισ-σότερο πρόσεχαν τη σβουνιά του, παρά αυτόν.
Και δεν κατάλαβαν, τις πρώτες μέρες, πως είχε φύγει, γιατί ο ταύρος, καθώς είπαμε, έτρωγε πολύ κι έκανε μπόλικη σβουνιά, κι έτσι τα δυο σκαθάρια έβρισκαν ακόμη να μαζεύουν.
Τέλος, η σβουνιά του ταύρου τελείωσε μια μέρα και δεν έβρισκαν πια τίποτα. Τότε το ένα σκαθάρι, που ήταν πολύ τολμηρό, είπε στο σύντροφο του:
– Ξέρεις τι σκέφτηκα;
– Τι;
– Να πετάξω στην αντικρινή στεριά.
– Τι θα πας να κάνεις εκεί πέρα;
– Για να βρω σβουνιά. Εδώ, καθώς βλέπω, δυσκολευόμαστε να βρούμε. Θα πετάξω λοιπόν στην αντικρινή στεριά, κι αν βρω σβου-νιά, θα σου φέρω κι εσένα.
– Θα σε περιμένω, του είπε το άλλο σκαθάρι.
Το τολμηρό σκαθάρι πέταξε λοιπόν στην αντικρινή στεριά και το άλλο σκαθάρι περίμενε στο νησάκι να του φέρει τη σβουνιά, που του είχε υποσχεθεί.
Περίμενε, περίμενε, περίμενε, ώσπου πέρασε ο χειμώνας.
Το τολμηρό σκαθάρι είχε βρει μπόλικη σβουνιά στη στεριά, έτρωγε κάθε μέρα, πάχυνε κι όταν ήρθε η άνοιξη κι έφεραν πάλι τον ταύρο στο νησάκι, γύρισε κι αυτό εκεί πέρα.
– Πού είναι η σβουνιά που μου έταξες; ρώτησε το σκαθάρι, που είχε μείνει όλο το χειμώνα στο νησάκι κι είχε αδυνατίσει από την πείνα κι από τις κακουχίες.
– Ξέρεις, δικαιολογήθηκε το τολμηρό σκαθάρι. Ο τόπος, όπου είχα πάει, ήταν ιδιότροπος. Να φας εκεί πέρα σβουνιά, μπορείς, να πάρεις όμως μαζί σου δεν σ' αφήνουν.
Το αδύνατο σκαθάρι του νησιού κούνησε το κεφάλι του και δεν είπε τίποτα, γιατί κατάλαβε πως ο σύντροφος του δεν ήτανε φίλος ειλικρινής, μια που φρόντιζε μόνο για τον εαυτό του.