Ένας άρρωστος είχε καλέσει δυο γιατρούς να τον κοιτάξουν κι εκείνοι του είπαν πως δεν είχε τίποτα το σοβαρό και πως σύντομα θα γινότανε καλά.
Επειδή όμως η αδυναμία του εξακολουθούσε και δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, αποφάσισε να φωνάξει κι έναν άλλο γιατρό. Αυτός ο καινούριος γιατρός τον εξέτασε προσεχτικά κι έπειτα κούνησε συλλογισμένος το κεφάλι του και του είπε:
– Η αρρώστια σου είναι βαριά και, το καλό που σου θέλω, κοίταξε να ταχτοποιήσεις τις δουλειές σου γιατί, σε δυο μέρες το πολύ θα έχεις πεθάνει!
Ο καημένος ο άρρωστος τρομοκρατήθηκε κι άρχισε να φροντίζει, από το κρεβάτι όπου ήτανε πλαγιασμένος, τις υποθέσεις του, μια που θα πέθαινε σε δύο μέρες, όπως του είχε πει εκείνος ο γιατρός.
Αλλά πέρασαν οι δυο μέρες, πέρασαν δυο βδομάδες, κι αντί να πεθάνει, ο άρρωστος έγινε καλά.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, βγήκε από το σπίτι και στο δρόμο του, απάντησε τον γιατρό.
– Καλημέρα, του λέει ο γιατρός, χωρίς να τα χάσει. Πώς είναι οι νεκροί στον Άδη;
– Είναι ήσυχοι, γιατί ήπιαν το νερό της λησμονιάς, του αποκρίθηκε εκείνος. Άκουσα όμως το Θάνατο και τον Άδη να βρίζουν τους γιατρούς.
– Γιατί; ρώτησε περίεργος ο γιατρός.
– Γιατί δεν αφήνουν τους αρρώστους να πεθαίνουν. Έφτιασαν μάλιστα κι έναν κατάλογο μ' όλα τα ονόματα των γιατρών. Εγώ όμως σε λυπήθηκα εσένα και τους παρακάλεσα να μη γράψουν τ' όνομά σου γιατί τους ορκίστηκα πως δεν είσαι αληθινός γιατρός…
Ο ανίκανος γιατρός, που μόνο λόγια ήξερε να λέει, έβαλε το κεφάλι του κάτω κι έφυγε, χωρίς να πει τίποτα.