Μια φορά, ένας λύκος άρπαξε ένα πρόβατο, κι επειδή τον κυνηγούσαν τα μαντρόσκυλα κι έτρεχε να γλιτώσει, το 'φαγε τόσο γρήγορα, ώστε κατάπινε κομμάτια ολόκληρα, χωρίς να τα μασήσει, κι ένα κόκαλο του στάθηκε στο λαιμό.
Γλίτωσε, τέλος από τα σκυλιά, αλλά δεν μπόρεσε να καταπιεί το κόκαλο, που του είχε σφηνωθεί στο λαιμό και γυρνούσε σαν τρελός μέσα στο λόγγο, ψάχνοντας να βρει γιατρό για να του το βγάλει.
Καθώς γυρνούσε έτσι, αντάμωσε έναν ερωδιό και σκέφτηκε πως το πουλί εκείνο, που είχε τόσο μακρύ ράμφος, θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Πήγε λοιπόν κοντά του και τον παρακάλεσε:
– Μου κάνεις μια χάρη, ερωδιέ μου;
– Τι χάρη; ρώτησε το πουλί.
– Να μου βγάλεις ένα κόκαλο αρνίσιο, που έχει σφηνωθεί μέσα στο λαιμό μου. Χώσε το ράμφος σου, που είναι μακρύ, πιάσε αυτό το καταραμένο κόκαλο και γλίτωσέ με από τους πόνους κι εγώ θα σε πληρώσω ακριβά για τον κόπο σου.
– Σύμφωνοι, είπε το πουλί. Άνοιξε το στόμα σου, καλά!
Ο λύκος άνοιξε διάπλατα το στόμα του, ο ερωδιός έχωσε εκεί μέσα το μακρύ του ράμφος και κατάφερε να βγάλει το κόκαλο.
Ο λύκος, μόλις ελευθερώθηκε, στράφηκε να φύγει.
– Πού πας; τον ρώτησε το πουλί. Δεν υποσχέθηκες να με πληρώσεις για τον κόπο μου;
– Να 'σαι ευχαριστημένος, που έβγαλες το κεφάλι σου από το στόμα μου, χωρίς να σου το φάω, και να μη ζητάς άλλη πληρωμή, του αποκρίθηκε ο λύκος.