Ζούσανε μια φορά, σε μια πολιτεία, δυο εχθροί θανάσιμοι.
Δεν ήθελαν να βλέπουν ο ένας τον άλλον και, κάθε μέρα, στην προσευχή τους παρακαλούσε ο καθένας τους να βρει μεγάλο κακό τον άλλον.
Πολλοί προσπάθησαν να τους συμφιλιώσουν, αλλά στάθηκε αδύνατο, γιατί το μίσος τους ήτανε τρομερό.
Όπου, έτυχε κάποτε να χρειαστεί να ταξιδέψουν κι η τύχη θέλησε να μπούνε στο ίδιο καράβι.
Βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, αναγκάστηκαν, θέλοντας και μη, να μείνουν απάνω στο καράβι. Παρακάλεσαν όμως τον καπετάνιο του να τους βάλει να μείνουν όσο πιο μακριά μπορούσε τον ένα από τον άλλο και του εξήγησαν για ποιο λόγο του ζητούσαν αυτή τη χάρη.
– Πολύ καλά, είπε ο καπετάνιος του καραβιού. Ο ένας σας θα μείνει στην πλώρη κι ο άλλος στην πρύμνη.
Ξαφνικά όμως, μια μέρα, ξέσπασε φοβερή θύελλα. Ο ουρανός μαύρισε από τα σύννεφα, ο άνεμος ούρλιαζε, έπεφταν αστροπελέκια, η θάλασσα σήκωνε κύματα όμοια με βουνά και το καράβι έτριζε ολόκληρο. Είχανε κατεβάσει τα πανιά, αλλ' έσπασε το κατάρτι, έπειτα το τιμόνι και το καράβι απόμεινε ακυβέρνητο.
Μέσα σ' εκείνη την κοσμοχαλασιά, ο ταξιδιώτης, που έμενε στην πρύμνη, έπιασε τον καπετάνιο και τον ρώτησε:
– Αν βουλιάξει το καράβι, ποιο μέρος του θα βυθιστεί πρώτο στα νερά;
– Η πλώρη, του αποκρίθηκε εκείνος.
– Τότε δεν με νοιάζει που θα πνιγώ, μια που ο εχθρός μου θα πνιγεί πρώτος! είπε ανατενάζοντας με ανακούφιση ο ταξιδιώτης.
Τόση έχθρα του είχε, ώστε αδιαφορούσε και για το δικό του θάνατο!