Κάποτε, ένας άνθρωπος είχε σκοπό να ταξιδέψει. Επειδή όμως θα έλειπε πολύν καιρό από τον τόπο του, σκέφτηκε ν' αφήσει την περιουσία του σ' ένα φίλο του, να του την φυλάει, ώσπου να γυρίσει.
– Θα σου αφήσω την περιουσία μου παρακαταθήκη, του είπε, κι όταν γυρίσω από το ταξίδι μου, την παίρνω πίσω.
– Δέχομαι να σου την φυλάξω, υποσχέθηκε εκείνος.
– Θα κάνεις όμως όρκο πως την πήρες για να την φυλάξεις.
– Τι χρειάζεται ο όρκος; Μήπως δεν είμαστε φίλοι;
– Είμαστε φίλοι κι έχω εμπιστοσύνη σε σένα και γι' αυτό σου αφήνω την περιουσία μου να την φυλάξεις. Αλλά δεν έχω εμπιστοσύνη στον πλούτο, που είναι κακός συμβουλάτορας και γι' αυτό σου ζητάω να μου ορκιστείς .
– Καλά, ας γίνει έτσι, είπε ο άλλος με μισή καρδιά. Αύριο, που θα μου παραδώσεις την περιουσία σου, θα ορκιστώ πως την πήρα για να την φυλάξω.
Ωστόσο, από μέσα του, δεν είχε σκοπό να ορκιστεί γιατί είχε βάλει με το νου του να καταχραστεί την περιουσία, που θα του εμπιστευόταν ο φίλος του. Πώς θα τα κατάφερνε όμως να μην ορκιστεί; Αυτή η σκέψη τον βασάνιζε και ξεκίνησε να περπατήσει στην εξοχή, μήπως βρει καμιά λύση.
Όταν έφτασε στην πύλη της πολιτείας, είδε έναν κουτσό, που έβγαινε κι αυτός.
– Ποιος είσαι; τον ρώτησε περίεργος.
– Είμαι ο Όρκος, του αποκρίθηκε εκείνος.
– Και πού πηγαίνεις;
– Πάω να τιμωρήσω κάποιον, που ορκίστηκε και δεν κράτησε τον όρκο του.
– Και πότε λογαριάζεις να ξαναγυρίσεις σ' αυτή την πολιτεία;
– Ύστερα από σαράντα χρόνια, μπορεί κι ύστερα από τριάντα, αποκρίθηκε ο Όρκος.
Και συνέχισε το δρόμο του.
«Μέσα σε τριάντα χρόνια», είπε μέσα του ο κακός ο άνθρωπος, «εγώ θα έχω φάει την περιουσία που θα παραλάβω να την φυλάω, κι ας ψάχνει ο Όρκος να με βρει για να με τιμωρήσει. Θα ' χω πεθάνει πιά!»
Και γύρισε πίσω αμέσως, πήγε, βρήκε το φίλο του και του είπε:
– Τα σκέφτηκα αυτά που μου είπες κι είδα πως είχες δίκιο. Έλα να μου παραδώσεις την περιουσία σου να την φυλάξω όσον καιρό λείψεις και σου ορκίζομαι πως θα σου την δώσω πίσω, όταν θα γυρίσεις.
Όταν ο φίλος του, παίρνοντας τον όρκο κι αφήνοντας την περιουσία του, ξεκίνησε για το ταξίδι, ο άπιστος άνθρωπος άρχισε να τρίβει χαρούμενος τα χέρια του και να γελάει:
– Είμαι πλούσιος! έλεγε. Είμαι τώρα πλούσιος!
Την ίδια όμως στιγμή, παρουσιάστηκε μπροστά του ο Όρκος και τον άρπαξε από το χέρι δυνατά.
– Πάμε να σε γκρεμίσω! του είπε.
– Γιατί να με γκρεμίσεις; απόρησε ο άνθρωπος.
– Γιατί ορκίστηκες ψεύτικα.
– Μήπως και συ δε μου είπες ψέματα ότι θα γυρνούσες ύστερα από τριάντα χρόνια σ' αυτή την πολιτεία;
– Όταν καταλαβαίνω πως κάποιος λογαριάζει να με ξεγελάσει, γυρίζω πίσω την ίδια μέρα, τον αρπάζω και τον γκρεμίζω σ' ένα βαθύ βάραθρο! του αποκρίθηκε ο Όρκος, σέρνοντάς τον για το γκρεμό.