Μια μέρα, ένας λύκος έπεσε μέσα σ' ένα μαντρί κι άρπαξε έξι πρόβατα. Τα δάγκωνε από το λαιμό, τα έσερνε ένα – ένα μέσα στο δάσος και τα 'τρωγε.
Αλλ' έφαγε τόσο πολύ, ώστε το έκτο πρόβατο τ' άφησε μισοφαγωμένο, γιατί η κοιλιά του είχε πρηστεί και δεν χωρούσε άλλο.
Κίνησε τότε να πάει σε μια πηγή του δάσους για να πιει νερό. Προχωρούσε αργά, γιατί τον βάραινε η κοιλιά του και με δυσκολία έσερνε τα πόδια του.
Ένα πρόβατο, μόλις είχε πέσει ο λύκος στο μαντρί, το 'χε βάλει στα πόδια, κατατρομαγμένο και τριγυρνούσε μέσα στο δάσος, ψάχνοντας να βρει ένα μέρος σίγουρο, για να κρυφτεί.
Εκεί που τριγυρνούσε, όμως, είδε αντίκρυ του το λύκο και, από τον τρόμο του, σωριάστηκε καταγής.
Ο λύκος, συνηθισμένος να κυνηγάει πρόβατα, πήγε κοντά του, μόλο που δεν είχε πια καμιά όρεξη για φαγητό. Μύρισε το πεσμένο πρόβατο, που έτρεμε ολόκληρο από το φόβο του και του είπε:
– Άκουσε, πρόβατο, αν μου πεις τρία πράγματα, που να καταλάβω πως είναι αληθινά, θα σ' αφήσω να φύγεις και δεν θα σε πειράξω καθόλου.
Το πρόβατο, μόλο που δεν πίστεψε στα λόγια του λύκου, αποφάσισε να του μιλήσει ειλικρινά, γιατί, έτσι κι αλλιώς, νόμιζε πως ήτανε χαμένο.
– Θα 'θελα να μη σ' έβρισκα στο δρόμο μου! του είπε αποφασιστικά.
Ο λύκος κούνησε το κεφάλι του.
– Αυτό το πιστεύω, είπε, είναι αληθινό. Τι άλλο θα μου πεις;
– Κι αν ήτανε να σ' ανταμώσω, συνέχισε πιο θαρρετά τώρα το πρόβατο, θα 'θελα να ήσουνα στραβός, για να μη με δεις.
– Κι αυτό το πιστεύω, παραδέχτηκε ο λύκος, κουνώντας το κεφάλι του. Είναι αληθινό. Τι άλλο θα μου πεις τώρα;
Αλλά το πρόβατο είχε πάρει πια θάρρος και του είπε με μίσος:
– Θα 'θελα να ψοφήσετε όλοι εσείς οι λύκοι, γιατί μας κυνηγάτε και μας τρώτε, ενώ εμείς δεν σας πειράζουμε ποτέ.
– Κι αυτό είναι αληθινό και το πιστεύω! μουρμούρισε ο λύκος.
Κι έφυγε, κουνώντας το κεφάλι του.
Γιατί κι ο πιο κακός, παραδέχεται καμιά φορά την αλήθεια.