Ένας ψαράς πήγαινε κάθε μέρα σε μιαν ερημική ακρογιαλιά και ψάρευε, πότε με καθετή, πότε με πεζόβολο.
Καμιά φορά, έπιανε αρκετά ψάρια, έρχονταν όμως μέρες που δεν έπιανε τίποτα και τότε στενοχωριόταν, γιατί δεν ήξερε άλλη δουλειά κι απ' αυτά τα ψάρια, που έπιανε, περίμενε να ζήσει.
Τα βράδια, που πήγαινε στην καλύβα του και καθότανε να ξεκουραστεί, έπαιρνε τη φλογέρα του κι έπαιζε κανένα σκοπό. Ήξερε να παίζει καλή φλογέρα κι όταν ήτανε στενοχωρημένος έπαιζε σκοπούς θλιβερούς, κι αν πάλι είχε πιάσει αρκετά ψάρια κι ήταν ευχαριστημένος, έπαιζε χαρούμενους σκοπούς.
Ένα πρωί, που ετοιμαζότανε να πάει στο ψάρεμα, είπε μέσα του:
«Δεν παίρνω μαζί μου και τη φλογέρα; Τα ψάρια αγαπούνε τη μουσική, γιατί άκουσα να λένε πως τα δελφίνια, όταν ακούσουν μουσική σε κανένα καράβι, μαζεύονται στην επιφάνεια της θάλασσας και το ακολουθούν, ώσπου να σταματήσει η μουσική».
Πήρε λοιπόν τα σύνεργα της ψαρικής, πήρε και τη φλογέρα του και πήγε στην ερημική ακρογιαλιά κι ανέβηκε σ' ένα βράχο, που ήταν αρκετά ψηλός κι έγερνε πάνω στη θάλασσα.
«Ας μη ρίζω τον πεζόβολο», σκέφτηκε. «Ας παίξω πρώτα με τη φλογέρα μου κανένα σκοπό, για να μαζευτούνε πολλά ψάρια κι έπειτα ρίχνω τον πεζόβολο και τα πιάνω».
Απόθεσε λοιπόν πάνω στο βράχο, πλάι του, τον πεζόβολο, έβγαλε τη φλογέρα του κι άρχισε να παίζει ένα χαρούμενο σκοπό.
Όσο έπαιζε, είχε καρφωμένα τα μάτια του στη θάλασσα, που ήταν ήρεμη κι έλαμπε σαν καθρέφτης, αλλά δεν είδε κανένα ψάρι να βγάζει το κεφάλι του πάνω από τα νερά, για ν' ακούσει καλύτερα τη φλογέρα.
«Ίσως να μην τους άρεσε αυτός ο σκοπός», σκέφτηκε ο ψαράς.
Κι άρχισε έναν άλλον.
Μα κι εκείνος δεν έφερε κανένα ψάρι στην επιφάνεια των νερών.
Έπαιξε όλους τους χαρούμενους σκοπούς που ήξερε κι η θάλασσα απόμενε πάντα σαν καθρέφτης και κανένα ψάρι δεν φαινότανε.
«Ας παίξω σκοπούς λυπητερούς», είπε μέσα του ο ψαράς. «Μπορεί αυτοί να τους αρέσουν καλύτερα».
Όσο κι αν έπαιξε όμως, όλους τους λυπητερούς σκοπούς που ήξερε, δεν πέτυχε τίποτα.
Θύμωσε τότε, άφησε πλάι του τη φλογέρα κι έριξε τον πεζόβολο στη θάλασσα.
– Ας δοκιμάσω μ' αυτό που ξέρω, μουρμούρισε.
Όταν, ύστερα από λίγη ώρα, τράβηξε τον πεζόβολο και τον άδειασε στην αμμουδιά, χύθηκαν από μέσα του κόσμου τα ψάρια, που σπαρταρούσαν πάνω στην άμμο.
– Τόση ώρα, που σας έπαιζα τη φλογέρα μου δεν χορεύατε κι αρχίσατε το χορό τώρα που δεν παίζω κανένα σκοπό! τους είπε ο ψαράς γελώντας.