Το Λιοντάρι που γέρασε κι η Αλεπού

Το λιοντάρι, είχε γίνει βασιλιάς όλων των ζώων, γιατί ήτανε το πιο δυνατό απ' όλα κι όλα το τρέμανε, μόνο που άκουγαν το βροντερό βρυχηθμό του.

Όταν νύχτωνε, έβγαινε στο κυνήγι, κι αλίμονο στο ζώο που τύχαινε μπροστά του. Κάθε βράδυ, έτρωγε όσο ήθελε και, χαράματα, πήγαινε στην πηγή να πιει νερό, κι έπειτα γυρνούσε σε μια μεγάλη και βαθιά σπηλιά, που ήτανε το παλάτι του, κι εκεί πλάγιαζε και κοιμόταν όλη την ημέρα, για να χωνέψει και να ξεκουραστεί.

Ξυπνούσε όταν άναβαν τα πρώτα αστέρια στον ουρανό, έβγαινε στην είσοδο της σπηλιάς του, βρυχιότανε δυνατά, για να ειδοποιήσει τους υπηκόους του πως ήταν έτοιμος κι έπειτα άρχιζε το κυνήγι.

Αυτό γινότανε χρόνια ολόκληρα.

Κάποτε, όμως, ένα ελάφι του ξέφυγε, γιατί μόλο που πήρε φόρα, το λιοντάρι δεν έκανε τόσο μακρύ πήδημα σαν άλλοτε, κι έπεσε πάνω στις πέτρες, αντί να πέσει πάνω στην πλάτη του ελαφιού, όπως υπολόγιζε.

Το ίδιο έγινε και το επόμενο βράδυ, και σε λίγες μέρες, είδε ότι όχι μόνο τα ελάφια, που είναι πολύ γρήγορα αγρίμια του ξέφευγαν, αλλ' ακόμα κι οι ζέβροι και, κάποιο βράδυ, δεν μπόρεσε να φτάσει ένα βούβαλο.

Τότε το λιοντάρι κατάλαβε πως είχε αρχίσει να γερνάει και στενοχωρήθηκε πολύ. Δεν θα μπορούσε πια να κυνηγήσει και, στο τέλος, θα καταντούσε αυτό, που ήταν ο βασιλιάς των ζώων, να ψάχνει να βρει κανένα ψοφίμι, για να χορτάσει την πείνα του. Εκείνη την ημέρα δεν έκλεισε μάτι από τη στενοχώρια του κι όταν νύχτωσε δεν βγήκε στο κυνήγι. Είχε αποφασίσει να ξεκουραστεί ένα βράδυ, μήπως, έτσι, ξαναβρεί δυνάμεις και κυνηγήσει καλύτερα.

Η ύαινα, που, κάθε νύχτα, έπαιρνε το Λιοντάρι από πίσω κι έτρωγε τ' αποφάγια του, ανησύχησε που δεν το άκουσε να βρυχιέται κυνηγώντας. Και περισσότερο ανησύχησε γιατί δεν βρήκε τίποτα να φάει κι αυτή εκείνο το βράδυ.

Το πρωί λοιπόν παρουσιάστηκε στην είσοδο της σπηλιάς και ρώτησε ταπεινά:

– Βασιλιά μου, δεν βγήκες στο κυνήγι χτες το βράδυ;

– Όχι, γιατί είμαι άρρωστο, αποκρίθηκε το λιοντάρι. Πες το στ' άλλα τα ζώα να το ξέρουν για να 'ρθουν να με περιποιηθούν…

Η ύαινα το είπε και πολλά αγρίμια λυπήθηκαν το λιοντάρι.

Το βόδι, πήγε πρώτο να επισκεφτεί τον άρρωστο.

– Πώς είσαι, βασιλιά μου; τον ρώτησε με συμπόνια, μπαίνοντας μέσα στη σπηλιά.

– Είμαι άρρωστο, μούγκρισε το λιοντάρι. Έλα πιο κοντά να δεις πώς είμαι!

Το βόδι πλησίασε ανύποπτο και τότε το λιοντάρι σήκωσε το μπροστινό του πόδι και, μ' ένα δυνατό χτύπημα, του έσπασε το λαιμό και το 'φαγε. Το άλογο, που πήγε την άλλη μέρα να επισκεφτεί τον άρρωστο βασιλιά του, είχε την ίδια τύχη.

Κάθε μέρα, κάποιο ζώο θα πήγαινε να το επισκεφτεί κι έτσι, συνέχεια, το λιοντάρι, που είχε γεράσει έτρωγε, χωρίς ν' αναγκάζεται να βγαίνει στο κυνήγι.

Ένα πρωί, πέρασε η αλεπού και στάθηκε στην είσοδο της σπηλιάς.

– Πώς είσαι, βασιλιά μου; ρώτησε.

– Άσχημα πολύ, μούγκρισε το λιοντάρι.

– Περαστικά σου, είπε η αλεπού κι έκανε να φύγει.

– Γιατί δεν μπαίνεις μέσα να δεις πώς είμαι; απόρησε το λιοντάρι.

– Γιατί βλέπω πολλά αχνάρια ζώων που μπήκαν εκεί μέσα, αλλά δεν ξεχωρίζω κανένα αχνάρι ζώου που να έχει βγει, αποκρίθηκε η αλεπού και το 'βαλε στα πόδια.

Γιατί, σαν φρόνιμη που ήταν, από κείνα τ' αχνάρια κατάλαβε τον κίνδυνο και γλίτωσε.

Загрузка...