Η Γυναίκα κι οι δουλειές

Ζούσε κάποτε μια χήρα, που ήτανε πλούσια κι είχε δούλες.

Είχε σπίτι μεγάλο και χωράφια κι ήτανε τόσο εργατική, ώστε, μόλις λαλούσε ο πετεινός της, σηκωνότανε από το κρεβάτι της, ξυπνούσε και τις δούλες κι άρχιζε αμέσως τις δουλειές: Έπρεπε να συγυρίσουν το σπίτι, να ζυμώσουν, να ψήσουν ψωμί, να μαγειρέψουν, να ταΐσουν τις κότες, να βγάλουν την κατσίκα και τη γελάδα στο λιβάδι, για να βοσκήσουν, να κουβαλήσουν ψωμί και φαγητό σ' εκείνους που δούλευαν στα χωράφια…

Οι δουλειές ήταν ατελείωτες κάθε μέρα κι οι δούλες βαρυγκομούσαν.

– Δεν είναι κατάσταση αυτή! έλεγαν.

– Θα πεθάνουμε στα πόδια μας!

– Μας ξυπνάει προτού χαράξει καλά – καλά.

– Μόλις λαλήσει εκείνος ο καταραμένος ο πετεινός της!

Μια από τις δούλες είπε τότε στις άλλες.

– Εκείνος ο πετεινός της τα φταίει όλα. Αν δε λαλούσε νύχτα ακόμα, εμείς θα κοιμόμαστε ως το πρωί.

– Πετεινός είναι, θα λαλήσει. Πώς θα τον εμποδίσουμε;

– Να τον πνίξουμε! πρότεινε μια δούλα.

Οι άλλες βρήκαν σοφή τη συμβουλή της και, το ίδιο βράδυ, μπήκαν κρυφά στο κοτέτσι κι έπνιξαν τον πετεινό.

Αλλά βγήκε χειρότερα γι' αυτές. Γιατί η χήρα, τώρα που δεν είχε τον πετεινό να την ξυπνάει με το λάλημά του, ξυπνούσε πολύ πιο νωρίς, γιατί φοβότανε μήπως δεν προφτάσει τις δουλειές και ξυπνούσε, από κείνη την ώρα, και τις δούλες της.

Загрузка...