Ένα λιοντάρι που πεινούσε πολύ, γιατί δεν είχε σκοτώσει τίποτα όλη τη νύχτα, που κυνηγούσε, τριγυρνούσε ένα πρωί μέσα στο δάσος, με την ελπίδα πως κάτι θα 'βρισκε να φάει.
Τ' αγρίμια όμως, τα περισσότερα, ήταν κρυμμένα στις φωλιές τους και το λιοντάρι, που απελπίστηκε, ετοιμαζότανε να γυρίσει κι αυτό στη σπηλιά του, για να ξεκουραστεί.
Εκείνη τη στιγμή, όμως, είδε ένα λαγό, που κοιμότανε μέσα σ' ένα θάμνο.
«Καλός είναι κι αυτός, για να ξεγελάσω την πείνα μου», σκέφτηκε το θεριό κι ετοιμάστηκε να τον αρπάξει με τα δόντια του.
Άκουσε όμως κλαδιά να σπάζουν και στράφηκε να δει: ήταν ένα μεγάλο ελάφι που προχωρούσε ανάμεσα στα δέντρα. Αμέσως το λιοντάρι άφησε τον κοιμισμένο λαγό κι όρμησε απάνω στο ελάφι. Εκείνο, όμως, γρήγορο καθώς ήτανε του ξέφυγε κι άρχισε τότε ένα άγριο κυνηγητό, που βάσταξε ώρες.
Στο τέλος, το ελάφι μπόρεσε να ξεφύγει οριστικά και το λιοντάρι, γύρισε πίσω στο θάμνο, όπου κοιμόταν ο λαγός, για να φάει εκείνον τουλάχιστον.
Αλλ' ο λαγός, στο μεταξύ, είχε ξυπνήσει κι είχε φύγει κι όταν έφτασε το λιοντάρι, δεν βρήκε τίποτα μέσα στο θάμνο.
«Καλά να την πάθω!», είπε μέσα του το θηρίο. «Άφησα το λαγό, που είχα στα πόδια μου και κυνήγησα το ελάφι, για να χορτάσω καλύτερα».