Μια νύχτα, ένα ελάφι βγήκε να βοσκήσει.
Το μέρος ήταν ερημικό, κάμπος απέραντος, άνθρωπος κανείς δεν ήταν εκεί κοντά και τ' αγρίμια κυνηγούσαν μέσα στο μεγάλο, πυκνό δάσος, που κι αυτό βρισκότανε πολύ μακριά.
Το ελάφι λοιπόν βόσκησε με την ησυχία του και, χαράματα, ξεκίνησε να γυρίσει στο δάσος, όπου έμενε.
Στο δρόμο του δίψασε και πήγε σε μια πηγή με βαθιά και πεντακάθαρα νερά, για να ποτιστεί.
Καθώς έσκυβε να πιει, είδε, στην ήρεμη επιφάνεια του νερού, που έμοιαζε με κρυστάλλινο καθρέφτη, ν' αντικαθρεφτίζεται το κορμί του και, μόλο που ήταν διψασμένο, στάθηκε μια στιγμή, να δει καλύτερα το αντικαθρέφτισμά του.
– Έχω όμορφο κεφάλι και πολύ όμορφα κέρατα! μουρμούρισε ικανοποιημένο το ελάφι. Κανένα αγρίμι μέσα στο δάσος δεν έχει τέτοια κέρατα, όπως εγώ. Άλλα έχουν μικρά, ή γυριστά, άλλα μεγάλα και ίσια, άλλα έχουν δόντια σουβλερά, κέρατα όμως κλαδωτά, τόσο μεγάλα και τόσο αρχοντικά, κανένα αγρίμι δεν τα 'χει!
Κι αφού ήπιε νερό και ξεδίψασε, στάθηκε λίγο, για να σβήσουν οι κύκλοι πάνω στην επιφάνεια της πηγής και να ξαναγίνουν τα νερά σαν καθρέφτης κρυστάλλινος, γιατί ήθελε να δει ακόμα μια φορά τα ωραία, κλαδωτά του κέρατα, προτού γυρίσει στο δάσος.
Σιγά – σιγά, οι κύκλοι μέσα στο νερό αραίωναν κι η επιφάνειά του απλώθηκε ήρεμη, κρυστάλλινη, χωρίς καμιά ρυτίδα απάνω της, όμοια με καθρέφτη.
Και πάλι είδε τα μεγάλα, κλαδωτά του κέρατα το ελάφι και του φάνηκαν πολύ όμορφα και τα θαύμασε. Αλλά, μια στιγμή, καθώς έγερνε το κεφάλι του, για να τα δει καλύτερα μέσα στο νερό, πρόσεξε το στήθος του, που ήτανε πλατύ και δυνατό, κι από κάτω τα μπροστινά του πόδια, πολύ αδύνατα, τόσο, που απορούσες, όταν τα 'βλεπες, πώς μπορούσαν και σήκωναν εκείνο το δυνατό κορμί, εκείνο το περήφανο κεφάλι, με τα θαυμάσια, μεγάλα, κλαδωτά κέρατα.
Τα είδε το ελάφι και στενοχωρήθηκε, γιατί τα βρήκε πολύ αδύνατα, πετσί και κόκαλο μονάχα.
– Θεέ μου! μουρμούρισε, τι άσχημα πόδια που έχω! Κανένα αγρίμι μέσα στο δάσος δεν έχει τόσο άσχημα πόδια, όπως τα δικά μου!
Κι ένα δάκρυ κύλησε από τα όμορφα, εκφραστικά του μάτια, γιατί τα ελάφια κλαίνε, όταν είναι λυπημένα, όπως κλαίνε οι άνθρωποι.
Θυμήθηκε τ' άλλα αγρίμια και τα πόδια τους: το άγριο άλογο, με τις θαυμάσιες καμπύλες των καπουλιών του, την τίγρη, μ' εκείνα τα δυνατά κι όμορφα πόδια, ακόμη και τον ελέφαντα, που είχε άσχημα, χοντρά πόδια, αλλά που, τουλάχιστον, ήταν ανάλογα με το κορμί του.
Και το ελάφι έφυγε, αναστενάζοντας για την ατυχία του, που δεν είχε κι αυτό όμορφα πόδια.
Ύστερα από λίγην ώρα, ένα λιοντάρι, που είχε βγει νύχτα στον κάμπο για κυνήγι και το βρήκε η μέρα, γυρνούσε κι αυτό μέσα στο δάσος και, περνώντας από την πηγή, στάθηκε να πιει νερό.
Καθώς έπινε νερό όμως, μυρίστηκε τ' αχνάρια του ελαφιού κι αποφάσισε να το κυνηγήσει, γιατί δεν είχε χορτάσει ακόμα, μ' ένα – δυο λαγούς που είχε φάει εκείνη τη νύχτα.
Πήδησε αμέσως, ακολουθώντας το ελάφι και βρυχήθηκε γιατί ήξερε πως ο βρυχηθμός του, που έμοιαζε με βροντή, έκανε τα ζώα να παραλύσουν από τον τρόμο τους και τα 'τρωγε.
Το ελάφι, ακούγοντας εκείνο τον τρομερό βρυχηθμό, το 'βαλε στα πόδια κι έτρεχε τόσο γρήγορα, ώστε το λιοντάρι δεν μπορούσε να το φτάσει.
Σε λίγο, ήτανε μέσα στο δάσος κι έτρεξε να κρυφτεί. Αλλά, καθώς περνούσε μέσα από κάτι φουντωνά χαμόκλαδα, τα μεγάλα κλαδωτά του κέρατα πιάστηκαν μέσα στα πυκνά κλαδιά και δεν μπορούσε πια να προχωρήσει.
«Τι ανόητο που ήμουνα!» σκέφτηκε τότε το καημένο το ελάφι, καθώς άκουγε το λιοντάρι να πλησιάζει. «Κατηγορούσα τα πόδια μου, που, ωστόσο, με βοήθησαν ως τώρα να ξεφύγω, και θαύμαζα τα κέρατά μου, που έγιναν αφορμή να μην μπορώ να τρέξω άλλο πια, μόνο θα μείνω εδώ και θα με φάει το λιοντάρι!»