Ένας άνθρωπος, κάποτε, τα είχε βάλει με μιαν αλεπού.
Η αλεπού εκείνη δεν ήτανε χειρότερη από τις άλλες, κι ωστόσο εκείνη την αλεπού κυνηγούσε με πείσμα αυτός ο άνθρωπος, γιατί, κάποιο βράδυ, του είχε αρπάξει έναν πετεινό και την κυνήγησε χωρίς να μπορέσει να την πιάσει.
– Πού θα μου πας; της φώναξε. Θα πέσεις κάποτε στα χέρια μου και τότε θα δεις τι θα σου κάνω!
Είχε προσέξει πως εκείνη η αλεπού είχε μια μικρή φούντα άσπρες τρίχες στο σβέρκο της κι έτσι μπορούσε να την ξεχωρίσει απ' όλες τις αλεπούδες.
Το 'βαλε λοιπόν πείσμα να την εκδικηθεί για τον πετεινό, που του είχε αρπάξει.
Μήνες κράτησε αυτό το άγριο κυνηγητό. Τέλος, το καλοκαίρι, η δυστυχισμένη η αλεπού έπεσε σ' ένα δόκανο, που της είχε στήσει ο άνθρωπος εκείνος.
Όταν την είδε πιασμένη στο δόκανο, ο άνθρωπος έτριψε τα χέρια του χαρούμενος.
– Δεν σου είπα ότι θα σε πιάσω; της φώναξε. Τώρα θα δεις τι έχω να σου κάνω.
Πήρε από το σπίτι του στουπί, το βούτηξε καλά στο λάδι, το 'δεσε γερά στην ουρά της αλεπούς, το άναψε κι έπειτα άνοιξε το δόκανο και την άφησε ελεύθερη.
– Αν σε σκότωνα, θα ψοφούσες μια φορά, της είπε. Τώρα όμως, ώσπου να ψοφήσεις, θα μαρτυρήσεις, γιατί θα καίγεσαι λίγη – λίγη.
Η άμοιρη αλεπού το 'βαλε στα πόδια για να γυρίσει στη φωλιά της. Σε λίγο όμως ένιωσε δυνατό τσούξιμο στην ουρά της κι άρχισε να ουρλιάζει από τους πόνους γιατί καιγότανε.
Έτρεχε λοιπόν σαν τρελή, εδώ και εκεί, μέσα στα σταροχώραφα, προσπαθώντας να πετάξει από την ουρά της εκείνο το αλλόκοτο πράγμα, που την έκαιγε και, καθώς τίναζε την ουρά της, έπιαναν τα στάχυα φωτιά.
Τα στάχυα ήτανε ξερά, έτοιμα για θερισμό κι η φωτιά, από την ουρά της αλεπούς, απλώθηκε σ' όλα τα χωράφια κι έτσι όλα τα σπαρτά άναψαν, κάηκαν κι έγιναν κάρβουνο.
Εκείνα τα χωράφια όμως ήταν του ανθρώπου, που είχε βάλει αναμμένο στουπί στην ουρά της αλεπούς, κι έτσι, όταν πήγε την άλλη μέρα να θερίσει τα στάρια του δε βρήκε ούτε ένα στάχυ όρθιο. Όλα ήταν καρβουνιασμένα.