Ένα περδικογέρακο ζήλευε τα μεγάλα τα γεράκια και, πιο πολύ, ζήλευε τους αετούς.
Έβλεπε τα γεράκια να πέφτουν απάνω στις κότες και στους πετεινούς, να τους αρπάζουν με τα νύχια τους και να τους σηκώνουν ψηλά κι έλεγε μέσα του:
«Αυτό μπορώ να το κάνω κι εγώ. Τι είναι μια κότα; Ένα μεγάλο περιστέρι. Αφού αρπάζω πουλιά και περιστέρια, γιατί να μην αρπάζω και κότες ή πετεινούς;»
Έβλεπε τον αετό, που άρπαζε λαγούς, κατσίκια, πρόβατα καμιά φορά και τα σήκωνε ψηλά, χτυπώντας τον αέρα με τις μεγάλες δυνατές φτερούγες του, κι έλεγε μέσα του:
«Αχ, γιατί να μη μοιάζω του αετού; Τι είναι τα περιστέρια, που αρπάζω εγώ, μπροστά στα πρόβατα που αρπάζει αυτός;»
Από τη ζήλια του να μοιάσει στον αετό ή, έστω, στο μεγάλο γεράκι, το περδικογέρακο αποφάσισε μια μέρα να μην κυνηγάει πουλιά μικρά, όπως τότε, αλλά ζώα πιο μεγάλα.
Βέβαια, δεν θα μπορούσε ν' αρπάξει μια κότα, ή έναν πετεινό, και πολύ περισσότερο ένα λαγό, ή ένα πρόβατο, αλλά σκέφτηκε πως, αν άρχιζε ν' αρπάζει μικρότερα ζώα, σιγά – σιγά, θα συνήθιζε ν' αρπάζει και μεγάλα.
Πετούσε λοιπόν χαμηλά, ψάχνοντας να βρει κανένα ζώο, που θα μπορούσε να τ' αρπάξει, και το μάτι του έπεσε πάνω σ' ένα φίδι.
Και, χυμώντας πάνω στο φίδι, το άρπαξε με τα νύχια του.
Αλλά το φίδι δεν τα 'χασε καθόλου. Στριφογύρισε το κεφάλι του και το δάγκωσε τόσο δυνατά, ώστε το περδικογέρακο έπεσε στο χώμα, παρασέρνοντας μαζί και το θύμα του.
– Καλά να πάθεις, του είπε τότε το φίδι. Γιατί να τα βάλεις μαζί μου, αφού δεν σε πείραξα ποτέ μου;
Η πλεονεξία του περδικογέρακου, βλέπετε, του στοίχισε τη ζωή.