Ταξίδευαν, κάποτε, μερικοί έμποροι μ' ένα καράβι, πηγαίνοντας στα νησιά, ν' αγοράσουν ελιές και τυριά, για να τα πουλήσουν, γυρίζοντας, στον τόπο τους.
Ένας από τους εμπόρους είχε μαζί του και μια μαϊμού, που τους διασκέδαζε στο ταξίδι τους, με τις εξυπνάδες της και τις πονηριές της
Όταν σκαρφάλωναν οι ναύτες στα κατάρτια, για να λύσουν, ή να δέσουν τα πανιά, σκαρφάλωνε κι αυτή μαζί τους κι έκανε πως έδενε, ή έλυνε κόμπους, μιμούμενη τους ναύτες, κι έβγαζε και τη γλώσσα της έξω, καθώς προσπαθούσε να δουλέψει.
Αλλ' άφηνε, σε λίγο, τον κόμπο για να ξύσει το κεφάλι της, ή να παίξει με την ουρά της ή να κάνει μια τούμπα στον αέρα και να βρεθεί στη γέφυρα του καραβιού και να παίξει με τους μούτσους.
Όλοι γελούσαν με τα κάμωματά της κι ήταν ευχαριστημένοι, που την είχαν μαζί τους, γιατί περνούσαν τις ώρες τους διασκεδάζοντας.
Αλλά, μια μέρα, καθώς περνούσαν το Σούνιο, ο ουρανός μαύρισε από τα σύννεφα κι άρχισε να φυσάει ένας αέρας τόσο δυνατός, ώστε τα πανιά του καραβιού κινδύνευαν να σχιστούν και το πλοίο έγερνε επικίνδυνα. Οι ναύτες σκαρφάλωσαν γρήγορα – γρήγορα στα κατάρτια για να κατεβάσουν τα πανιά, αλλ' αυτή τη φορά η μαϊμού δεν πήγε μαζί τους. Είχε κρυφτεί, μισοπεθαμένη από το φόβο της, πίσω από κάτι κασόνια κι έβαζε τα χέρια στο πρόσωπο της, κρυφοκοιτούσε ανάμεσα από τα δάχτυλά της, κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί.
Ήτανε πολύ αστεία, έτσι όπως καθόταν, αλλά κανένας δεν την πρόσεχε, ούτε είχε όρεξη να γελάσει με τα καμώματά της, γιατί ο κίνδυνος ήτανε μεγάλος κι όλοι έτρεχαν εδώ κι εκεί αλαφιασμένοι.
Τα κύματα τινάζονταν αγριεμένα πάνω στη γέφυρα, το καράβι έτριζε ολόκληρο, το τιμόνι έσπασε, το μεσαίο κατάρτι γκρεμίστηκε με πάταγο και το πλοίο έμοιαζε με καρυδότσουφλο, πάνω στη μανιασμένη θάλασσα.
Ένα δυνατό κύμα το χτύπησε στο πλευρό και το καράβι βυθίστηκε στη θάλασσα ξυλάρμενο.
Μερικοί από τους επιβάτες του παρασύρθηκαν μαζί του στην άβυσσο, οι πιο πολλοί όμως άρχισαν να κολυμπάνε και, μαζί τους, κι η μαϊμού.
Ένα κοπάδι δελφίνια, που περνούσε από κει, είδε τους ναυαγούς και πήγε κοντά τους να τους βοηθήσει. Γιατί τα δελφίνια συνηθίζουν να παίρνουν στη ράχη τους όσους ναυαγισμένους βρίσκουν και να τους βγάζουν στη στεριά.
Ένα δελφίνι είδε τη μαϊμού που κολυμπούσε και νόμισε πως ήτανε κι αυτή άνθρωπος. Την πήρε λοιπόν στη ράχη του κι άρχισε να κολυμπάει προς τη στεριά.
Η μαϊμού, που είχε αγκαλιάσει το δελφίνι με τα χέρια της και με τα πόδια της, κατάλαβε ότι τώρα πια δεν κινδύνευε και ξεθάρρεψε.
– Από πού είσαι; την ρώτησε το δελφίνι. Μήπως είσαι από την Αθήνα;
– Ναι, από την Αθήνα είμαι, καυχήθηκε η μαϊμού, κι είμαι από αρχοντική οικογένεια.
– Τον Πειραιά τον ξέρεις; την ξαναρώτησε το δελφίνι.
Η μαϊμού, που δεν είχε ακούσει ποτέ της να μιλάνε για τον Πειραιά, νόμισε πως ήτανε κανένας άρχοντας της Αθήνας και βιάστηκε ν' απαντήσει:
– Πώς δεν τον ξέρω; Είναι φίλος μας και κάθε μέρα σχεδόν τρώει στο αρχοντικό μας.
Τότε το δελφίνι θύμωσε με τα ψέματά της και κατάλαβε πως η μαϊμού δεν ήταν άνθρωπος, όπως είχε νομίσει. Βούτηξε λοιπόν στη θάλασσα, ώσπου πνίγηκε η μαϊμού, κι έπειτα ξαναγύρισε στην επιφάνεια και κολύμπησε να βρει τους άλλους συντρόφους του.