Οι Οδοιπόροι κι η Αρκούδα

Δυο φίλοι ξεκίνησαν κάποτε για να πάνε σ' ένα μέρος, όπου είχαν δουλειά, και, για να μην αργήσουν πολύ, αντί να πάρουν το δημόσιο δρόμο, πήραν ένα μονοπάτι, που περνούσε μέσα από ένα πυκνό, άγριο δάσος.

Περπατούσαν ώρες πολλές, συζητώντας για τις υποθέσεις τους και λογαριάζοντας πως, αν πετύχαιναν εκεί που πήγαιναν, θα κέρδιζαν πολλά χρήματα.

– Πρέπει να συνεταιριστούμε και να κάνουμε μαζί εμπόριο, πρότεινε ο ένας.

– Μ' όλη μου την καρδιά, αποκρίθηκε ο άλλος. Έτσι αδερφικοί φίλοι που είμαστε, θα μπορέσουμε να δουλέψουμε καλά, μια που ο καθένας μας θα κοιτάζει το συμφέρον και των δυο κι όχι μόνο το δικό του.

Το μεσημέρι κάθισαν πλάι σε μια πηγή, έφαγαν ό,τι είχαν πάρει μαζί τους, κι όταν ξεκουράστηκαν συνέχισαν το δρόμο τους.

Ύστερα από λίγο όμως, πίσω από ένα βράχο, πρόβαλε μια μεγάλη αρκούδα και προχώρησε προς το μέρος τους.

Ο ένας από τους δυο φίλους παράτησε αμέσως το σύντροφο του, σκαρφάλωσε σ' ένα δέντρο και κρύφτηκε μέσα στο φύλλωμά του.

Ο άλλος, που δεν πρόφτασε να φύγει, έπεσε κάτω κι έκανε τον πεθαμένο. Η αρκούδα πήγε κοντά του κι άρχισε να τον μυρίζει, αλλ' αυτός κρατούσε την ανάσα του γιατί είχε ακούσει να λένε πως οι αρκούδες δεν πειράζουν τους πεθαμένους.

Πραγματικά, η αρκούδα, αφού τον μύρισε στο πρόσωπο, τράβηξε το δρόμο της και, σε λίγο, χάθηκε πίσω από κάτι βράχους.

Τότε ο φίλος του κατέβηκε από το δέντρο και πήγε κοντά του.

– Τι σου είπε η αρκούδα; τον ρώτησε.

– Με συμβούλεψε να μην ταξιδεύω στο εξής με φίλους που με παρατάνε όταν παρουσιάζεται κίνδυνος, αποκρίθηκε εκείνος.

Загрузка...