Ο Φιλάργυρος

Ζούσε κάποτε ένας άνθρωπος τόσο φιλάργυρος, ώστε προσπαθούσε να μην ξοδεύει τίποτα, για να μαζεύει χρήματα. Έτρωγε μόνο ξερό ψωμί, έπινε μόνο νερό, ντυνότανε με κουρέλια κι ό,τι κέρδιζε από τη δουλειά του, το 'κρυβε, για να κάνει μεγάλη περιουσία.

Στο τέλος, έδωσε όσα χρήματα είχε κι αγόρασε ένα μεγάλο σβόλο χρυσάφι. Όλη εκείνη τη νύχτα, έμεινε άγρυπνος, για να μην του το κλέψουν, κι όλο χάιδευε το χρυσάφι και το καμάρωνε και κόντευε να τρελαθεί από τη χαρά του, που είχε ένα τέτοιο θησαυρό δικό του.

Χαράματα ακόμα, έσκαψε ένα λάκκο στον κήπο του κι έθαψε εκεί μέσα το σβόλο το χρυσάφι, για να μην μπούνε κλέφτες στο σπίτι του και του τον αρπάξουν.

Κάθε τόσο, σκάλιζε το χώμα, έπιανε το χρυσάφι στα χέρια του, το χάιδευε, το καμάρωνε κι έπειτα το 'θαβε πάλι.

Κάποιος όμως τον είδε και, μια νύχτα, που ο φιλάργυρος κοιμότανε, ξέθαψε το χρυσάφι, το πήρε και ξανάκλεισε το λάκκο.

Την άλλη μέρα, όταν ο φιλάργυρος σκάλισε το χώμα κι είδε πως έλειπε ο θησαυρός του, έπεσε κάτω κι άρχισε να κλαίει και να χτυπιέται. Εκείνη τη ώρα, περνούσε ένας διαβάτης, που τον είδε και τον ρώτησε τι έπαθε. Κι όταν ο φιλάργυρος του διηγήθηκε την ιστορία του, ο διαβάτης είπε:

– Και γι' αυτό το πράγμα χτυπιέσαι και δέρνεσαι, ανόητε; Κι όταν είχες το χρυσάφι, μήπως το είχες πραγματικά; Όχι, βέβαια, μια που το είχες θαμμένο. Θάψε, λοιπόν, στη θέση του μια πέτρα, πες πως είναι το χρυσάφι σου και το ίδιο κάνει, μια που το χρυσάφι δεν είχες σκοπό να το μεταχειριστείς.

Загрузка...